Τι σημαίνει το ready στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ready στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ready στο Αγγλικά.

Η λέξη ready στο Αγγλικά σημαίνει έτοιμος, έτοιμος για κτ, είμαι έτοιμος να, είμαι έτοιμος να, έτοιμος, εύκολα προσβάσιμος, γρήγορος, άμεσος, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ρευστό, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, ετοιμοπόλεμος, σε ετοιμότητα, με δυνατότητα σύνδεσης στη δορυφορική τηλεόραση, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω κτ για κπ, ετοιμάζομαι να, προετοιμάζομαι για να, ετοιμάζομαι για ύπνο, ετοιμάζομαι να κάνω κτ, είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμος, έτοιμος για ψήσιμο, πρόθυμος, διαθέσιμο ρευστό, πανέτοιμος, ετοιμοπαράδοτος, έτοιμο γεύμα, είμαι δεν είμαι έτοιμος, έτοιμος κομμένος σε φέτες, κοντεύω να σκάσω, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, ετοιμόγεννη, δεν με κρατάνε τα πόδια μου, ευστροφία, προμαγειρεμένος, έτοιμος, έτοιμος για κατανάλωση, πρετ α πορτέ, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, καθ' όλα έτοιμος, πρόχειρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ready

έτοιμος

adjective (prepared, set)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm ready. Let's go!

έτοιμος για κτ

(prepared)

I am ready for anything.
Είμαι έτοιμος για όλα.

είμαι έτοιμος να

expression (on the point of) (κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He looks like he's ready to jump.

είμαι έτοιμος να

expression (informal (close to doing) (κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The poor woman looked ready to cry.
Η καημένη η γυναίκα έμοιαζε να είναι στο τσακ να βάλει τα κλάματα.

έτοιμος

expression (prepared) (να κάνω κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you ready to help?
Είσαι έτοιμος να βοηθήσεις;

εύκολα προσβάσιμος

adjective (accessible)

China is a ready market for almost all our products.

γρήγορος, άμεσος

adjective (retort, reply: quick)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She impressed us all with her ready retorts.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers readied their weapons.

ρευστό

noun (UK, often plural, slang (ready money)

Have you got the ready?

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

expression (question to restaurant customer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετοιμοπόλεμος

adjective (prepared for battle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm armed and ready to prevent my home from being invaded.

σε ετοιμότητα

adjective (available)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με δυνατότητα σύνδεσης στη δορυφορική τηλεόραση

adjective (can connect for cable TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετοιμάζομαι

(prepare for [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It takes him an hour to get ready before we go out.
Πριν βγούμε έξω του παίρνει μια ώρα να ετοιμαστεί.

προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ

verbal expression (prepare yourself)

The actors are getting ready for tonight's performance of the play.
Οι ηθοποιοί ετοιμάζονται για την αποψινή θεατρική παράσταση.

ετοιμάζομαι

(dress, etc. to go out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hurry up and get ready! They'll be here in a minute.
Κάντε γρήγορα και ετοιμαστείτε! Θα βρίσκονται εδώ σ' ένα λεπτό.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(prepare [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hotel staff are still getting the room ready.
Το προσωπικό του ξενοδοχείου ετοιμάζει ακόμα το δωμάτιο.

ετοιμάζω κτ για κπ

(prepare [sth] for [sb])

The marketing manager is getting a report ready for the director of the company.
Ο διευθυντής μάρκετινγκ ετοιμάζει μια αναφορά για τον γενικό διευθυντή της εταιρείας.

ετοιμάζομαι να, προετοιμάζομαι για να

verbal expression (prepare to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm getting ready to run a marathon.
Προετοιμάζομαι για να τρέξω μαραθώνιο.

ετοιμάζομαι για ύπνο

verbal expression (put on nightwear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vanessa told the children to get ready for bed.

ετοιμάζομαι να κάνω κτ

verbal expression (prepare for action)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Miranda made ready to set out on her journey.

είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμος

verbal expression (be unprepared)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boyfriend should be going out at 7, but he always takes a long time to get dressed and will not be ready.

έτοιμος για ψήσιμο

adjective (food: ready to be cooked) (φαγητό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πρόθυμος

adjective (keen to do [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Not only is he qualified for the job, but he's ready and willing to start immediately.

διαθέσιμο ρευστό

noun (available money)

πανέτοιμος

adjective (informal (fully prepared) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've packed everything I might possibly need - I'm ready for anything.

ετοιμοπαράδοτος

adjective (goods: ready to be sent to recipient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμο γεύμα

noun (convenience food: frozen dinner)

είμαι δεν είμαι έτοιμος

adverb (whether prepared or not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ready or not, I have to take my final exam today.

έτοιμος κομμένος σε φέτες

adjective (UK (bread: already cut into slices)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κοντεύω να σκάσω

adjective (informal, figurative (very excited) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm ready to burst: I can't wait to tell you the good news!

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

adjective (close to tears)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John seemed about ready to cry after Linda called him ugly. Her lower lip would always tremble whenever she was ready to cry.
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

ετοιμόγεννη

adjective (slang, vulgar (heavily pregnant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's so huge she must be ready to drop any day now.

δεν με κρατάνε τα πόδια μου

adjective (US (tired)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I shouldn't have done that long hike after the gym: I'm ready to drop!

ευστροφία

noun (quick thinking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προμαγειρεμένος

adjective (chiefly UK (food: cooked in advance) (φαγητό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

έτοιμος

adjective (already made for sale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We eat ready-made meals almost every day for supper during the week.

έτοιμος για κατανάλωση

adjective (food: can be eaten immediately)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The company manufactures ready-to-serve food products.

πρετ α πορτέ

adjective (clothing: retail) (για ρούχα, ξενικό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!

interjection (command to someone firing a weapon) (στρατός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

interjection (start of race)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Runners: Ready, set, go!

καθ' όλα έτοιμος

adjective (informal (capable of taking on a task)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πρόχειρος

adjective (informal (unpolished but fit for purpose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ready στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ready

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.