Τι σημαίνει το drop στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drop στο Αγγλικά.

Η λέξη drop στο Αγγλικά σημαίνει σταγόνα, μια σταγόνα, πτώση, μου πέφτει, αφήνω κτ να πέσει, πέφτω, πέφτω, ρίχνω, εγκαταλείπω, μια στάλα, μια σταλιά, πτώση, υψομετρική διαφορά, παράδοση, ανταλλαγή, παστίλια, πτώση με αλεξίπτωτο, σκηνικό, φόντο, καταπακτή, σταγόνες, πέφτω, παύω να λειτουργώ, αναφέρω, παραλείπω, απορρίπτω, πηγαίνω, στέλνω, κάνω, ρίχνω, ξοδεύω, χάνω, παίρνω, περνάω, περνώ, φέρνω, πέφτω, χάνομαι, μένω πίσω, μένω πίσω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, ανοίγω, περνάω, περνάω, μειώνομαι, αποκοιμιέμαι, αφήνω, αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σταγόνα στον ωκεανό, ασήμαντος, αδιάφορος, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα στον ωκεανό, ρίψη από αέρος, για ψύλλου πήδημα, καραμέλα για τον λαιμό, κρυψώνα, πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα, υπαινίσσομαι, επικοινωνώ, αγκυροβολώ, σταγόνα σταγόνα, ριχτάρι, μένω στον τόπο, άει στο διάολο, άντε χάσου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σφυρηλατώ με κρούση, παράτα το, άστο το, κόφ'το, παρατάω, αφήνω, κάνω dropkick, σταγόνα βροχής, σταγόνα βροχής, σταγόνα νερού, πτώση, εγκαταλείπω, πώληση λιανικής χωρίς απόθεμα αλλά μέσω συνεργασίας με χονδρέμπορους, τα θαλασσώνω, ζώνη προσγείωσης, εντυπωσιακός, εντυπωσιακά, πολύ γοητευτικός, αναπτυσσόμενος, αναπτυσσόμενη λίστα, αναπτυσσόμενο μενού, κέντρο φροντίδας, κέντρο αλληλεγγύης, κλινική χωρίς ραντεβού, τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα, σημείο παράδοσης, κιβώτιο, κουτί, αυτός που διακόπτει τη φοίτηση, περιθωριακός, αυτός που τα παρατάει, σούπα με αυγά, σταγόνες για τα μάτια, έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω, καραμέλα λεμόνι, μου ξεφεύγει, ταχυδρομική υπηρεσία φύλαξης της αλληλογραφίας και των δεμάτων ενός πελάτη, γραμματοκιβώτιο, αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω, ετοιμόγεννη, δεν με κρατάνε τα πόδια μου, πτώση θερμοκρασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drop

σταγόνα

noun (liquid: small amount)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The witch tilted the bottle carefully, adding precisely three drops to her potion.
Η μάγισσα έγειρε προσεκτικά το μπουκαλάκι και πρόσθεσε ακριβώς τρεις σταγόνες στο φίλτρο της.

μια σταγόνα

noun (liquid: small amount) (από κτ ή με γενική)

I just felt a drop of rain.
Μόλις μου ήρθε μια σταγόνα βροχής.

πτώση

noun (decline, reduction) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The stock's drop in value surprised analysts.
Η πτώση της αξίας της μετοχής εξέπληξε τους αναλυτές.

μου πέφτει

transitive verb (let fall accidentally) (κατά λάθος)

He dropped his keys on the pavement.
Του έπεσαν τα κλειδιά στο πεζοδρόμιο.

αφήνω κτ να πέσει

transitive verb (let fall intentionally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The table tennis player dropped the ball on the table to serve.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έριξαν βόμβες σε όλη την πόλη.

πέφτω

intransitive verb (decline, fall) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water level will drop at low tide.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

πέφτω

intransitive verb (figurative (decline, fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stock dropped today.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

ρίχνω

transitive verb (reduce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weak market dropped the stock by thirty points.
Η αδύναμη αγορά έριξε τη μετοχή κατά 30 μονάδες.

εγκαταλείπω

transitive verb (abandon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The project was dropped after it was found to be unprofitable. She decided to drop her geology class.
Αποφάσισε να αφήσει το μάθημα της γεωλογίας.

μια στάλα, μια σταλιά

noun (small amount) (μικρή ποσότητα)

Just put a drop of ointment on the wound. She didn't have a drop of sympathy for the man.

πτώση

noun (fall in altitude)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane's drop scared everyone.

υψομετρική διαφορά

noun (slope)

This ski slope has a five hundred metre drop.

παράδοση

noun (delivery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drop of the merchandise is supposed to take place before three o'clock.

ανταλλαγή

noun (espionage) (κάτι αντί κάτι άλλου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drop occurred in a park close to the CIA building.

παστίλια

noun (sweet, lozenge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He bought some cough drops to soothe his sore throat.

πτώση με αλεξίπτωτο

noun (slang (parachute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Yeah, we had a good drop today. The sky was clear and we could see for miles.

σκηνικό, φόντο

noun (stage scenery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drop was lowered onto the stage as a background for the day scene.

καταπακτή

noun (trapdoor on gallows)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drop opened and the convict was executed by hanging.

σταγόνες

plural noun (liquid medicine)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eye drops might help take away your itch and redness.

πέφτω

intransitive verb (fall in drops) (υπό μορφή σταγόνας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rain began dropping from the sky.

παύω να λειτουργώ

transitive verb (often passive (stop from working)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The telephone call was dropped and he had to call again.

αναφέρω

transitive verb (mention)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She let drop the fact that she was single.

παραλείπω

transitive verb (omit, when speaking) (δεν προφέρω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was obvious that he was from Boston because he kept dropping his r's.

απορρίπτω

transitive verb (dismiss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They dropped him as a customer after he started complaining too much.

πηγαίνω

transitive verb (give a lift to) (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please drop me in town when you go to buy groceries.
Σε παρακαλώ πέταξέ με στην πόλη όταν πας για ψώνια.

στέλνω

transitive verb (write and mail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll drop you a postcard when we get there.

κάνω

transitive verb (offensive!, slang (give birth to) (μωρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary has dropped another baby. That's seven she's got now!
Η Μαίρη έκανε ακόμα ένα μπάσταρδο. Τώρα έχει εφτά!

ρίχνω

transitive verb (from a plane)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The aid organisation often drops supplies from planes into disaster areas.

ξοδεύω

transitive verb (informal (lose through gambling, spend) (ελαφρώς αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dropped a thousand dollars at the casino over the weekend.

χάνω

transitive verb (lose points, a game)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Red Sox dropped two games to the Yankees yesterday.

παίρνω

transitive verb (informal (take: a drug) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The addict dropped a lot of acid while he was alive.

περνάω, περνώ

phrasal verb, intransitive (informal (visit [sb]'s house)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve dropped round earlier, while you were out; I said you'd phone him when you got back.

φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (bring [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As you'll be passing my house anyway, could you drop that paperwork around?

πέφτω

phrasal verb, intransitive (fall off, slope steeply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (disappear) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (fall behind)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Towards the end of the race, Stacey was becoming tired and started dropping back.
Κατά το τέλος του αγώνα, η Στέισι άρχισε να κουράζεται και να μένει πίσω.

μένω πίσω

phrasal verb, intransitive (not keep up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our son has dropped behind at school, so he has to repeat a year.

περνάω, περνώ

phrasal verb, intransitive (informal (pay a casual visit) (κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter dropped by earlier this afternoon.
Πέρασε ο Πίτερ νωρίτερα το απόγευμα.

περνάω, περνώ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (pay a casual visit to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Could you please drop by the pharmacy and pick up my medication?
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να περάσεις από το φαρμακείο και να πάρεις τα φάρμακά μου;

ανοίγω

phrasal verb, intransitive (computer menu: be displayed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Click here and a list of options will drop down.
Πάτησε εδώ και θα ανοίξει μια λίστα επιλογών.

περνάω

phrasal verb, intransitive (informal (visit casually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I just dropped in to tell you about the party on Saturday.
Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου.

περνάω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (visit) (κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Matilda enjoys dropping in unannounced on her friends.
Στη Ματίλντα αρέσει να περνάει από τους φίλους της χωρίς προειδοποίηση.

μειώνομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (decrease)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sales have dropped off dramatically since the start of the credit crunch.
Οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά από την έναρξη της πιστωτικής κρίσης.

αποκοιμιέμαι

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (fall asleep) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I dropped off at the wheel and crashed the car.
Αποκοιμήθηκα στο τιμόνι και τράκαρα το αμάξι.

αφήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (let out of a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I drop my husband off at work every morning.
Αφήνω τον άνδρα μου στη δουλειά κάθε πρωί.

αφήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (take [sth] somewhere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't forget to drop the keys off at your mother's before you go.
Μην ξεχάσεις να αφήσεις τα κλειδιά στο σπίτι της μητέρας σου πριν φύγεις.

εγκαταλείπω, παρατάω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (withdraw from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The driver of the car leading the race dropped out with engine trouble.
Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (slang, figurative (reject convention)

In the 60's, like so many young people in that era, he dropped out for a while and went to live in a hippy commune.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (US, informal, figurative (amount: trivial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The U.S. needs to redevelop passenger rail; Amtrak funding is just a drop in the bucket.
Οι ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν εκ νέου τους επιβατικούς σιδηρόδρομους· η χρηματοδότηση της Amtrak είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό.

ασήμαντος, αδιάφορος

noun (US, informal, figurative ([sth]: inconsequential)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people.
Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal ([sth]: inconsequential) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίψη από αέρος

noun (aircraft distribution)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
In times of natural disaster, when roads are impassable, supplies are brought in by aerial drop.

για ψύλλου πήδημα

adverb (at the least provocation or invitation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That girl is so emotional, she'll start crying at the drop of a hat.

καραμέλα για τον λαιμό

noun (often plural (throat lozenge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cough drops helped to relieve Mac's sore throat. I prefer cherry-flavored cough drops.
Οι καραμέλες για τον λαιμό ανακούφισαν τον ερεθισμένο λαιμό του Μακ. Προτιμώ τις καραμέλες για τον λαιμό που έχουν γεύση κεράσι.

κρυψώνα

(secret spot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πετάω τούβλο, πετάω κοτσάνα

verbal expression (UK, informal (make a social blunder) (μεταφορικά)

υπαινίσσομαι

verbal expression (imply [sth], say [sth] subtly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικοινωνώ

intransitive verb (informal (send a message, make contact) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I should drop a line to my brother because I haven't written him in a long time.

αγκυροβολώ

intransitive verb (secure a boat or ship in place)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταγόνα σταγόνα

adverb (one droplet at a time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Squeeze the rubber bulb of the dropper to release the liquid drop by drop.

ριχτάρι

noun (protective sheet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Before you start painting the walls, please put down a drop cloth to protect the floors.

μένω στον τόπο

(die suddenly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He dropped dead of a heart attack.

άει στο διάολο, άντε χάσου

interjection (figurative, informal (go away!) (προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When he wouldn't leave her alone, she said, "Drop dead" and walked away.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (metallurgy: shapes metal)

σφυρηλατώ με κρούση

transitive verb (shape with a drop forge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράτα το, άστο το, κόφ'το

interjection (informal, figurative (stop talking about it) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't want to discuss the subject any more – please drop it.
Δε θέλω να το συζητήσω άλλο, άστο σε παρακαλώ.

παρατάω, αφήνω

verbal expression (informal, figurative (stop talking about [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He kept mentioning my marriage problems so I asked him to drop it.
Επέμενε να αναφέρει τα προβλήματα του γάμου μου και του ζήτησα να το κόψει.

κάνω dropkick

transitive verb (sports: do a drop kick)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταγόνα βροχής

noun (raindrop)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σταγόνα βροχής

noun (figurative (rain: small amount) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We haven't had a drop of rain all summer and the crops are dying.

σταγόνα νερού

noun (figurative (water: small amount)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πτώση

noun (informal (decrease) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There has been a sharp drop-off in sales as the economic crisis bites.
Σημειώθηκε απότομη πτώση των πωλήσεων καθώς χτύπησε η οικονομική κρίση.

εγκαταλείπω

verbal expression (informal, figurative (withdraw from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dropped out of school before completing his degree. Several competitors have dropped out of the tournament due to injuries.
Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

πώληση λιανικής χωρίς απόθεμα αλλά μέσω συνεργασίας με χονδρέμπορους

noun (direct shipping to retailer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τα θαλασσώνω

verbal expression (figurative (fail to do one's part) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company dropped the ball when the product was late in reaching some key markets.

ζώνη προσγείωσης

(military)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εντυπωσιακός

adjective (figurative, informal (spectacular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rita could be a fashion model, with her drop-dead legs.

εντυπωσιακά

adverb (figurative, informal (spectacularly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ γοητευτικός

adjective (figurative, slang (person: very attractive)

αναπτυσσόμενος

adjective (computer list: displayed when selected)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Select your country of residence from the drop-down list.

αναπτυσσόμενη λίστα

noun (computing: options list)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You can select accessories from a convenient drop-down list on our web site.

αναπτυσσόμενο μενού

noun (computing: list of options)

κέντρο φροντίδας, κέντρο αλληλεγγύης

noun (social services) (ευπαθών ομάδων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλινική χωρίς ραντεβού

noun (clinic: no appointment needed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα

noun (table with folding sides)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σημείο παράδοσης

noun (vehicle: place to set [sb], [sth] down)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There is a warehouse at the port that serves as a drop-off point, we collect the merchandise there.

κιβώτιο, κουτί

noun (receptacle: for donations, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please leave all donations in the drop box next to the front door.

αυτός που διακόπτει τη φοίτηση

noun (slang ([sb]: left school)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
It's hard for high school dropouts to get a good job.
Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο.

περιθωριακός

noun (slang ([sb]: rejects convention) (από τον συμβατικό τρόπο ζωής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dropouts make attractive boyfriends when you're a teenager, but as an adult you'll see they can be trouble.
Όταν είσαι έφηβη οι περιθωριακοί είναι γοητευτικοί, αλλά ως ενήλικη θα δεις ότι μπορεί να γίνουν και μπελάς.

αυτός που τα παρατάει

noun (slang ([sb]: leaves competition) (από διαγωνισμό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dropouts just couldn't handle the competition anymore.
Αυτοί που τα παράτησαν δεν μπορούσαν να διαχειριστούν πλέον τον ανταγωνισμό.

σούπα με αυγά

noun (Chinese soup)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A typical appetizer on a Chinese restaurant menu is egg drop soup.

σταγόνες για τα μάτια

plural noun (solution applied to eye)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω

adjective (informal (exhausted) (μτφ: εξουθενωμένος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After staying up all night studying for her exams, Akiko was fit to drop.

καραμέλα λεμόνι

noun (small lemon-flavored sweet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jimmy ate too many lemon drops and began to feel sick.

μου ξεφεύγει

verbal expression (with clause: hint) (κατά λάθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Maria let drop that she wanted a new phone for her birthday.

ταχυδρομική υπηρεσία φύλαξης της αλληλογραφίας και των δεμάτων ενός πελάτη

noun (place for transmitting mail)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραμματοκιβώτιο

noun (slot or container for depositing mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναφέρω ότι έχω γνωρίσει διάσημα πρόσωπα με στόχο να εντυπωσιάσω

intransitive verb (mention famous person to impress)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ετοιμόγεννη

adjective (slang, vulgar (heavily pregnant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's so huge she must be ready to drop any day now.

δεν με κρατάνε τα πόδια μου

adjective (US (tired)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I shouldn't have done that long hike after the gym: I'm ready to drop!

πτώση θερμοκρασίας

noun (decrease in heat or warmth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drop

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.