Τι σημαίνει το set στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης set στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του set στο Αγγλικά.

Η λέξη set στο Αγγλικά σημαίνει σετ, σετ, τηλεόραση, δύω, πήζω, πήζω, τοποθετώ, βάζω, σταθερός, διαδραματίζομαι, συμβατικός, προκαθορισμένος, που έχει γίνει μιζανπλί, αποφασισμένος να κάνω κτ, παρέα, εφαρμογή, σύνολο, ιδιοσυγκρασία, σετ, πλατό, βολβός, παράσταση, ερμηνεία, τάξη, βάζω κπ/κπ να κάνει κτ, παίρνω φόρμα, εφαρμόζω, ωριμάζω, αναθέτω, στοιχειοθετώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρυθμίζω, ανατάσσω, δίνω, στρώνω, τακτοποιώ, στήνω, στήνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, ορίζω, καθορίζω, ορίζω, δίνω, δένω, στήνω, βγάζω, παίρνω, ακολουθώ, υψώνω, καθορίζω, τοποθετώ, στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ, παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ, φωλιά, κυβόλιθος, λιθόστρωση, πλακόστρωση, αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ, επιτίθεμαι, στρέφω κπ εναντίον κάποιου, στρέφω κπ κατά κάποιου, αντιπαραβάλλω με/προς, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, φυλάω, κρατάω, βάζω στην άκρη, παραμερίζω, βάζω στην άκρη, παραμερίζω, βάζω στην άκρη, αποταμιεύω, βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω, καταχωρώ, καταγράφω, περιγράφω, φεύγω, καθιερώνομαι, εδραιώνομαι, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινάω, ξεκινώ, αναχωρώ για κτ, ενεργοποιώ, επιτίθεμαι σε, ξεκινώ, αρχίζω, σχεδιάζω, κανονίζω, εκθέτω, ορίζω, καθορίζω, φεύγω για, ξεκινώ, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, ξεκινάω να, διορθώνω, διασαφηνίζω, έτοιμος, έτοιμος, είμαι έτοιμος να, συλλογή, που είναι κοντά, σετ δεδομένων, αποφασισμένος,έτοιμος για όλα, απολύτως αντίθετος με κτ, βαθουλωτός, τραπεζαρία, σετ από ντραμς, σκηνικό, ετοιμάζω, προετοιμάζω, τζετ σετ, νοοτροπία, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρ, στήνω παγίδα σε κάποιον, καθελκύω, βάζω φωτιά σε κτ, δίνω το παράδειγμα, παρεμποδίζω, παρακωλύω, κοστίζω, στοιχίζω, αναβάλλω, αναβάλλω, που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος, τοποθετώ μπροστά από, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, θέτω όρους/κανονισμούς, προκαθορισμένοι/ισχύοντες όροι/κανονισμοί, σκηνογράφος, βλέπω, βάζω φωτιά, πυρπολώ, πατάω, πατώ, γυρίζω μπροστά, ξεκινάω, ξεκινώ, απελευθερώνω, χειραφετώ, απελευθερώνω, κινώ, τακτοποιώ, δεσμευτικός, που δεν είναι ευπροσάρμοστος, βάζω φωτιά, θέτω όρια/περιορισμούς, τριάδα, σετ από τρία αντικείμενα, ζευγάρι, βάζω φωτιά σε κτ, ενθουσιάζω, παγιωμένη έκφραση, σκηνή ή απόσπασμα, κάτι που διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια, καθοριστικός πόντος σετ, συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος, διορθώνω, ισιώνω, ισορροπώ, διορθώνω, αποπλέω, σαλπάρω, φεύγω, ξεκινώ, σαλπάρω, κάνω σπόρο, γνώμονας, προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, προκαθορισμένοι/ισχύοντες όροι/κανονισμοί, θέτω όρους/κανονισμούς, ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα, ορίζω ακριβή ημερομηνία, ορίζω ημερομηνία, ορίζω ημερομηνία γάμου, θέτω όριο, φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα, δίνω το ρυθμό, αποτελώ παράδειγμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης set

σετ

noun (collection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a complete set of Dickens, bound in blue leather.
Έχω μια πλήρη σειρά του Ντίκενς, και τα βιβλία είναι δεμένα με μπλε δέρμα.

σετ

noun (kit)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Don't worry, I will get my set of tools and fix it.

τηλεόραση

noun (abbreviation (television set)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are experiencing technical difficulties. Do not adjust your set.
Αντιμετωπίζουμε τεχνικά προβλήματα. Μην ρυθμίσετε την τηλεόρασή σας.

δύω

intransitive verb (sun: sink)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What time does the sun set today?
Τι ώρα βασιλεύει ο ήλιος σήμερα;

πήζω

intransitive verb (become firm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This jelly will set in four hours.
Το ζελέ θα πήξει σε τέσσερις ώρες.

πήζω

intransitive verb (harden)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The plaster needs twenty-four hours to set properly. Leave enough time to let the glue set.
Άσε αρκετό χρόνο για να στεγνώσει η κόλλα.

τοποθετώ, βάζω

transitive verb (place, put)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He set the glass on the edge of the table.
Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

σταθερός

adjective (unmoving)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You could tell Olivia was determined from the set expression on her face.
Μπορούσες να καταλάβεις ότι η Ολίβια ήταν αποφασισμένη από τη σταθερή έκφραση του προσώπου της.

διαδραματίζομαι

adjective (story: located, placed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The novel is set in 19th-century Paris.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Παρίσι του 19ου αιώνα.

συμβατικός

adjective (standard, conventional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is no set way to do it; you can choose your favorite method.

προκαθορισμένος

adjective (assigned)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Students should ensure they buy copies of set texts before the beginning of term.

που έχει γίνει μιζανπλί

adjective (hair: drying in a style)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Madeleine's nails were painted, her hair was set, so she was ready to go to the dance.

αποφασισμένος να κάνω κτ

(determined to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marcus is set on getting into Oxford.

παρέα

noun (group) (για φίλους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have made a new set of friends.

εφαρμογή

noun (clothing: fit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What do you think of the set of this suit?

σύνολο

noun (matching outfit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you like this matching set that I bought?

ιδιοσυγκρασία

noun (bearing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has an arrogant set to him and I don't like that.

σετ

noun (tennis)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The tennis player won the third set to win the whole match.

πλατό

noun (TV, film: stage)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The actor needed to be on set all day, as they were filming.

βολβός

noun (horticulture: young plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have bought fifty onion sets this year.

παράσταση, ερμηνεία

noun (music: performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After finishing her set, the violinist bowed for the audience.

τάξη

noun (class, group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rose is in the top set for French.

βάζω κπ/κπ να κάνει κτ

verbal expression (apply, start)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boss set his employees to work on the project.
Το αφεντικό έβαλε τους υπαλλήλους του να αρχίσουν να δουλεύουν το προτζεκτ.

παίρνω φόρμα

intransitive verb (hair: be fixed in place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your hair will set well if you use this hairspray.

εφαρμόζω

intransitive verb (clothes: fit, hang)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
That dress sets very nicely on you.
Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία.

ωριμάζω

intransitive verb (fruit: grow, develop)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had lots of flowers on my chilli plants this year, but the fruits didn't set.

αναθέτω

transitive verb (assign) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher set his pupils several tasks.

στοιχειοθετώ

transitive verb (type)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you set this report for me in a plain typeface?

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (music: lyrics)

The poem was set to music.

ρυθμίζω

transitive verb (watch: adjust)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I just changed the battery in the clock, so I have to set the time on it again.

ανατάσσω

transitive verb (bone: mend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctors in casualty set the broken bone.

δίνω

transitive verb (example: provide) (παράδειγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should set a good example to your younger brother!

στρώνω

transitive verb (table: lay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kids, come set the table for dinner. We need plates and bowls.

τακτοποιώ, στήνω

transitive verb (put in order)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She set the chess pieces in their place.

στήνω

transitive verb (trap: prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He set a trap for the mouse in the apartment.

κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί

transitive verb (hairstyle: fix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The stylist set the woman's hair beautifully.

ορίζω, καθορίζω

transitive verb (price, value: fix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's set the price of the shirt at twenty dollars.
Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια.

ορίζω

transitive verb (date: schedule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's set a June date for the wedding.

δίνω

transitive verb (pace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The leader set the pace in the bike race.

δένω

transitive verb (gem: mount)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jeweller set the stone in the ring.

στήνω

transitive verb (theater: arrange scene)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
While the curtains were closed, they quickly set the next scene.

βγάζω

transitive verb (plant: produce fruit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This tree sets fruit in the late summer.

παίρνω, ακολουθώ

transitive verb (direction: determine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy set a course for the West.

υψώνω

transitive verb (sail: rig)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crew set the sails and the ship left the harbour.

καθορίζω

transitive verb (fix, put in place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss sets the hours we work. The sales targets have been set for this month.

τοποθετώ

(often passive (story: locate, place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helena set her story against the backdrop of the Second World War. The novel is set in 19th-century Paris.

στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ

(let loose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hunters set the dogs on the scent.

παροτρύνω κτ/κπ να επιτεθεί σε κτ/κπ

(urge to attack)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you go into that garden, the owner will set his dog on you.

φωλιά

noun (badger's lair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυβόλιθος

noun (paving stone)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λιθόστρωση, πλακόστρωση

noun (pattern of paving stones) (με ορθογώνιες πέτρες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχίζω να κάνω κτ, ξεκινάνω ν κάνω κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (start: doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julius set about arranging his collection of butterflies.
Ο Τζούλιαν άρχισε να ταξινομεί τη συλλογή με τις πεταλούδες του.

επιτίθεμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (attack: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The burglars set about their victim when they were disturbed.
Οι κλέφτες επιτέθηκαν στο θύμα τους όταν τους διέκοψαν.

στρέφω κπ εναντίον κάποιου, στρέφω κπ κατά κάποιου

phrasal verb, transitive, separable (cause to oppose [sb] or [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please don't set him against me by spreading rumors that I talk about him behind his back.

αντιπαραβάλλω με/προς

phrasal verb, transitive, separable (contrast with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This amount of money looks very small if you set it against what we spend each year on marketing.

διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω

phrasal verb, transitive, separable (distinguish, make different)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stein's intelligence sets him apart from other soccer players.
Η εξυπνάδα του Στάιν τον ξεχωρίζει από άλλους ποδοσφαιριστές.

φυλάω, κρατάω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (reserve, put aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The family set one bedroom apart for use by guests.
Η οικογένεια κράτησε το ένα υπνοδωμάτιο για να το χρησιμοποιεί για τους επισκέπτες.

βάζω στην άκρη, παραμερίζω

phrasal verb, transitive, separable (put to one side) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I set aside my work to check on the baby. Set your pencils aside and read through the test first.
Έβαλα στην άκρη (or: Παραμέρισα) τη δουλειά μου για να ελέγξω το μωρό. Βάλτε στην άκρη τα μολύβια σας και ρίξτε πρώτα μια ματιά στο τεστ.

βάζω στην άκρη, παραμερίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (disregard temporarily) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Set your fears aside and jump into the water.
Παραμερίστε τους φόβους σας και πηδήξτε στο νερό.

βάζω στην άκρη, αποταμιεύω

phrasal verb, transitive, separable (save, put aside for later)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω

phrasal verb, transitive, separable (place, put on a surface)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She set down the book on a nearby table.
Έβαλε το βιβλίο πάνω σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα.

καταχωρώ, καταγράφω

phrasal verb, transitive, separable (put in writing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you set your thoughts down on paper first, it helps you to think about things more clearly.
Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά.

περιγράφω

phrasal verb, transitive, separable (present, describe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In his autobiography, he sets forth the story of his life.
Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει την ιστορία της ζωής του.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (start a journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gallant knight set forth to slay the dragon.
Ο γενναίος ιππότης κίνησε να σκοτώσει τον δράκο.

καθιερώνομαι, εδραιώνομαι

phrasal verb, intransitive (become established)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frustration among the fans set in just before half-time, when it became clear their team was unlikely to score.

ξεκινώ, φεύγω

phrasal verb, intransitive (begin a journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We'll have to set off very early to avoid the rush-hour traffic.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

ξεκινάω, ξεκινώ

(begin: a journey) (ένα ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That morning, we set off on our trip to California.
Εκείνο το πρωί αναχωρήσαμε για το ταξίδι μας στην Καλιφόρνια.

αναχωρώ για κτ

(begin a journey) (για ένα ταξίδι)

I usually set off for work at 8 a.m.

ενεργοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (trigger, switch on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He set off an alarm when he opened the back door.
Ενεργοποίησε έναν συναγερμό όταν άνοιξε την πίσω πόρτα.

επιτίθεμαι σε

phrasal verb, transitive, inseparable (attack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When we refused to hand over our wallets, they set on us with a pair of baseball bats.
Όταν αρνηθήκαμε να δώσουμε τα πορτοφόλια μας, μας επιτέθηκαν με δύο ρόπαλα του μπέιζμπολ.

ξεκινώ, αρχίζω

phrasal verb, intransitive (start a journey) (ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They set out for London early the following day. We'll set out at five in the morning.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

σχεδιάζω, κανονίζω

phrasal verb, transitive, separable (lay out, arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκθέτω

phrasal verb, transitive, separable (present)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ορίζω, καθορίζω

phrasal verb, transitive, separable (often passive (law: specify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The constitution sets out the council's decision-making procedures.

φεύγω για

phrasal verb, transitive, inseparable (leave for, go to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ

(begin, esp. a journey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason and the Argonauts set out on their quest for the Golden Fleece.

σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (intend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I didn't set out to hurt you; I'm sorry if what I said was upsetting.

ξεκινάω να

phrasal verb, transitive, inseparable (undertake) (κάνω κάτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He set out to mend the fences, but ran out of wire before he was halfway done.

διορθώνω, διασαφηνίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (correct, clarify [sth] for) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I used to think that NY was the capital of America until my friend Paul set me straight (and told me it was Washington)

έτοιμος

adjective (ready, prepared) (άτομα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are we all set? Then let's go!
Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν!

έτοιμος

adjective (ready, prepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you all set for opening night?

είμαι έτοιμος να

verbal expression (be ready to: do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were all set to leave, but Ann made us wait while she looked for her cell phone.

συλλογή

noun (series of CDs, DVDs, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I just bought the box set of the StarTrek Voyager series on DVD for $200!

που είναι κοντά

adjective (near each other)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Justin has close-set eyebrows.

σετ δεδομένων

noun (computer: collection of records)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποφασισμένος,έτοιμος για όλα

adjective (resolute, determined)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was dead set on becoming a naval pilot, and was bitterly disappointed when he was rejected for poor eyesight .

απολύτως αντίθετος με κτ

(informal (resolutely opposed to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jerry was dead set against the Prime Minister's proposal.

βαθουλωτός

adjective (eyes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward looked at Gillian with his deep-set eyes.

τραπεζαρία

noun (US (dining furniture) (τα έπιπλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My dinette set is starting to look rather shabby.

σετ από ντραμς

noun (kit consisting of several drums)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It's always noisy at my house now; my brother got a drum set for his birthday.

σκηνικό

noun (movie: stage, setting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hank was really excited as it was his first time on a film set.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbal expression (prepare for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is the biggest, fastest roller-coaster in the world - so hold tight and get set for the ride of your life!

τζετ σετ

noun (informal (wealthy leisure travelers)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marbella and Dubai are both popular resorts for the jet set.

νοοτροπία

noun (attitude, mentality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a positive mindset to overcome these obstacles.
Χρειάζεσαι θετική νοοτροπία για να ξεπεράσεις αυτά τα εμπόδια.

κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων

adverb (TV, cinema: during filming)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Even though they played best friends, the actors didn't really get along on set.

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

interjection (start of race)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Runners: Ready, set, go!

κάνω ρεκόρ, πετυχαίνω ρεκόρ

verbal expression (do [sth] to greatest degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Johnson set a record in the long jump this afternoon.

στήνω παγίδα σε κάποιον

verbal expression (ensnare, trick)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We set a trap for him to see if we were right about him stealing from the till.

καθελκύω

(put onto water) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We set the rowing boat afloat.
Καθελκύσαμε την κωπήλατη λέμβο.

βάζω φωτιά σε κτ

(burn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rioters set a police car alight.

δίνω το παράδειγμα

verbal expression (be a model of behavior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρεμποδίζω, παρακωλύω

(hinder progress of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It really set me back when I lost my job.
Πραγματικά με πήγε πίσω το ότι έχασα την δουλειά μου.

κοστίζω, στοιχίζω

(cost: a certain sum)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This repair work is likely to set me back more than £500.
Αυτές οι επισκευές μάλλον θα μου κοστίσουν πάνω από 500 λίρες.

αναβάλλω

(schedule for later)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss set the meeting back to give people more time to complete their reports.
Το αφεντικό ανέβαλλε τη σύσκεψη για να δώσει σε όλους περισσότερο χρόνο να τελειώσουν τις αναφορές τους.

αναβάλλω

(delay by a given time) (για συγκεκριμένο χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We can set the appointment back a few days if you can't make it tomorrow.
Μπορούμε να αναβάλλουμε το ραντεβού για μερικές μέρες εάν δεν μπορείς αύριο.

που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος

(positioned further back, recessed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you look at the garden you'll see that the birch tree's set back against the fence.

τοποθετώ μπροστά από

(place in front of) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At about 3 months, a baby begins to focus its eyes on objects set before him. He set the plate of cookies before his mother.
Σε 3 μήνες περίπου τα μωρά αρχίζουν να επικεντρώνουν τα μάτια τους σε αντικείμενα που τοποθετούνται μπροστά τους. Τοποθέτησε το πιάτο με τα μπισκότα μπροστά στη μητέρα του.

βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη

noun (text on which [sb] is examined)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The set book for the English Literature exam is Doris Lessing's 'The Grass is Singing'.

θέτω όρους/κανονισμούς

verbal expression (establish terms)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They are likely to set conditions for the authorization of this loan.

προκαθορισμένοι/ισχύοντες όροι/κανονισμοί

plural noun (established terms)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rather than negotiate each sale individually, they have set conditions that they never vary from. There are set conditions that must be met before we can give you this loan.
Αντί να διαπραγματεύονται κάθε πώληση ξεχωριστά, έχουν προκαθορισμένους κανονισμούς από τους οποίους δεν ξεφεύγουν ποτέ. Υπάρχουν προκαθορισμένοι όροι που πρέπει να πληρούνται πριν σας δώσουμε το δάνειο.

σκηνογράφος

noun (theatre, cinema: creator of scenery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The set designer's done some excellent work on this opera.

βλέπω

verbal expression (figurative (see [sth/sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω φωτιά, πυρπολώ

verbal expression (set alight)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He set fire to his own house to collect the insurance money.

πατάω, πατώ

verbal expression (enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Liam has never set foot in England. Peter is so rude. I'll never set foot in his house again!
Δεν πάτησε ποτέ ξανά στην Αγγλία. Είναι τόσο αγενής. Δε θα πατήσω ποτέ ξανά σπίτι του!

γυρίζω μπροστά

(move clock time ahead) (το ρολόι)

ξεκινάω, ξεκινώ

(formal (set out, begin journey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
With their saddlebags full and joy in their hearts, they set forward on their quest.

απελευθερώνω

verbal expression (liberate from captivity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you remember what year Nelson Mandela was set free?

χειραφετώ, απελευθερώνω

verbal expression (emancipate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινώ

verbal expression (prompt, cause to begin) (μεταφορικά, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They have set in motion the official procedures for emigrating to Canada.
Έχουν προβεί στις επίσημες διαδικασίες που απαιτούνται για τη μετανάστευσή τους στον Καναδά.

τακτοποιώ

verbal expression (arrange properly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My grandmother set all her affairs in order shortly before she died.

δεσμευτικός

adjective (figurative (decided definitively)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
These are just guidelines; nothing is set in stone yet.

που δεν είναι ευπροσάρμοστος

adjective (inflexible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chris is set in his ways; he doesn't like trying anything new.

βάζω φωτιά

verbal expression (burn)

θέτω όρια/περιορισμούς

verbal expression (establish restrictions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's important for parents to set limits so their children learn how to behave.

τριάδα, σετ από τρία αντικείμενα

noun (trio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Instead of buying just one wine glass, I decided to get a set of three.

ζευγάρι

noun (pair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He bought a set of two candles in matching colors.

βάζω φωτιά σε κτ

verbal expression (set light to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To cover up the murder, the killer set his victim's house on fire.

ενθουσιάζω

verbal expression (figurative, slang (excite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That catchy new song has set the whole country on fire.

παγιωμένη έκφραση

noun (language: fixed expression) (γλωσσολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry's explanation was nothing but set phrases.
Οι εξηγήσεις του Χάρι περιείχαν μόνο παγιωμένες εκφράσεις.

σκηνή ή απόσπασμα

noun (film, book: scene or extract) (για βιβλία, ταινίες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the end of the film, there is a set piece involving a gun battle.

κάτι που διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια

noun ([sth] carried out according to plan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The soccer players were trying out set pieces during their training session.

καθοριστικός πόντος σετ

noun (tennis: point that will win a set) (τένις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her last backhand went into the net, so she only had one set point remaining.

συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος

noun (specific intention)

Every lesson you plan to teach should have a set purpose. We're meeting today with no set purpose; we'll see what comes up.

διορθώνω

verbal expression (fix [sth] that is broken)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισιώνω

verbal expression (straighten [sth] that is crooked)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισορροπώ

verbal expression (make a situation fair, appropriate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διορθώνω

verbal expression (correct [sb]'s mistaken idea)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποπλέω, σαλπάρω, φεύγω, ξεκινώ

verbal expression (boat, ship: start a journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The windjammer set sail for a tour around the Caribbean.

σαλπάρω

verbal expression (start a journey by ship or boat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σπόρο

(plant: produce seeds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The flower will set seed in late summer.
Το λουλούδι θα κάνει σπόρο στα τέλη του καλοκαιριού.

γνώμονας

noun (technical drawing tool) (τρίγωνο σχεδίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προκαθορισμένο χρονικό διάστημα

noun (fixed period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Board members are elected for a set term of two years. Home mortgage loans are payable over a set term, usually fifteen or thirty years.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα δύο χρόνων. Τα στεγαστικά δάνεια πληρώνονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως δεκαπέντε ή τριάντα χρόνια.

προκαθορισμένοι/ισχύοντες όροι/κανονισμοί

plural noun (established conditions)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θέτω όρους/κανονισμούς

(establish conditions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We weren't in a position to set terms so had to go along with what they decided.

ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα

verbal expression (decide series of events or tasks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίζω ακριβή ημερομηνία, ορίζω ημερομηνία

verbal expression (decide specific day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The conference will be next year, but the organizers haven't yet set a date.

ορίζω ημερομηνία γάμου

verbal expression (informal (fix wedding day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When are you and your girlfriend going to set the date?

θέτω όριο

verbal expression (establish a restriction or boundary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For the Secret Santa presents this year let's set the limit at $20 each.

φτιάχνω ατμόσφαιρα, κάνω ατμόσφαιρα

verbal expression (establish a certain tone or atmosphere) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω το ρυθμό

verbal expression (running, etc.: determine speed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lead runner set the pace for the 5K race.

αποτελώ παράδειγμα

verbal expression (figurative (set a precedent, example)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm hoping this session will set the pace for our future meetings.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του set στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του set

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.