Τι σημαίνει το guerre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης guerre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guerre στο Γαλλικά.
Η λέξη guerre στο Γαλλικά σημαίνει πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, διαμάχη, διένεξη, πολεμάω, πολεμώ, βρίσκομαι σε διαμάχη, προπολεμικός, προπολεμικός, μπλίτσκριγκ, κήρυξη πολέμου, μεταπολεμικός, σε εμπόλεμη κατάσταση, σε κατάσταση πολέμου, επιθετική στάση, κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, πολεμική περίοδος, περίοδος πολέμου, πυρομαχικά, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου, πολεμικό αεροσκάφος, πολεμικό πλοίο, πολέμαρχος, πολιτοφύλακας, πολεμικό τσεκούρι, παραδοσιακό καπέλο Ινδιάνων, επί ποδός πολέμου, εμφύλιος πόλεμος, κήρυξη πολέμου, πόλεμος συμμοριών, πόλεμος συμμοριών, προληπτικός πόλεμος, πόλεμος νεύρων, φραστική αντιπαράθεση, πράξη κήρυξης πολέμου, ολοκληρωτικός πόλεμος, τέχνη του πολέμου, πολεμικό τραγούδι, βιολογικός πόλεμος, ταξική πάλη, συμβατικός πόλεμος, συμβατικός πόλεμος, μικροβιολογικός πόλεμος, θεός του πολέμου, σταυροφορία, ναυτική τέχνη του πολέμου, ψευδώνυμο, Ψυχρός Πόλεμος, πολεμική ιαχή, πόλεμος θρησκευτικού χαρακτήρα, θρησκευτικός πόλεμος, εμπόλεμη κατάσταση, υποθαλάσσια, υποβρύχια σύρραξη, πόλεμος χαρακωμάτων, Τρωικός Πόλεμος, δύσκολη περίοδος, φάση, επιτροπή πολεμικών επιχειρήσεων, πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων, πολεμικός ανταποκριτής, έγκλημα πολέμου, πολεμική ιαχή, οικονομία πολέμου, παράσημο, πολεμική βαφή, παγκόσμιος πόλεμος, τραυματισμός σε μάχη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών, πόλεμος εκτός συνόρων, Επταετής Πόλεμος, σύγχρονος πόλεμος, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, υποβόσκουσα διαμάχη, τραυματίας πολέμου, πολεμική προσπάθεια, ανθρωπιστική βοήθεια, θύμα πολέμου, πόλεμος του Βιετνάμ, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου, χημικός πόλεμος, παιχνίδια πολέμου, σύννεφα πολέμου, πολεμικά σχέδια, λάφυρα πολέμου, παιχνίδια του μυαλού, ξεκινάω πόλεμο, συμφιλιώνομαι, παίρνω τα όπλα, κηρύσσω πόλεμο, τείνω κλάδο ελαίας, κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο, πολεμώ, μεταπολεμικός, πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, σε πόλεμο με κπ, ο πόλεμος του Βιετνάμ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης guerre
πόλεμοςnom féminin (ένοπλη σύγκρουση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Beaucoup de gens étaient opposés à la guerre dans ce pays. Πολλοί πολίτες της χώρας διαφώνησαν με τον πόλεμο. |
πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La guerre dura pendant cinq années. Ο πόλεμος κράτησε πέντε χρόνια. |
πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le pays est en état de guerre depuis trente ans. Η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ και τριάντα χρόνια. |
πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La guerre est de plus en plus technologique. |
διαμάχη, διένεξη(litige) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les voisins se sont livré une guerre interminable sur les limites de leurs propriétés. Οι γείτονες βρίσκονταν σε συνεχή διένεξη για τα σύνορα. |
πολεμάω, πολεμώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les deux familles se font la guerre depuis des décennies. Οι δυο οικογένειες μάχονται εδώ και δεκαετίες. |
βρίσκομαι σε διαμάχηverbe pronominal (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les syndicats et la direction se font la guerre au sujet des salaires depuis de nombreux mois. Τα εργατικά συνδικάτα και η διοίκηση βρίσκονται σε διαμάχη σχετικά με τους μισθούς εδώ και πολλούς μήνες. |
προπολεμικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προπολεμικός(latin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπλίτσκριγκ(allemand) (γερμανικά: πολεμική ενέργεια) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κήρυξη πολέμου(έναρξη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταπολεμικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε εμπόλεμη κατάσταση, σε κατάσταση πολέμουlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le Premier ministre vient d'annoncer que la nation est en guerre. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μόλις πως η χώρα είναι σε εμπόλεμη κατάσταση. |
επιθετική στάσηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάντε έρωτα, όχι πόλεμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Faites l'amour pas la guerre est le slogan le plus connu de la période hippy. |
πολεμική περίοδος, περίοδος πολέμουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυρομαχικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου
Mon grand-père a été détenu comme prisonnier de guerre pendant la Deuxième Guerre mondiale. |
πολεμικό αεροσκάφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολεμικό πλοίοnom masculin |
πολέμαρχοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολιτοφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολεμικό τσεκούριnom féminin (arme) (ιστορικό: μεσαίωνας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραδοσιακό καπέλο Ινδιάνωνnom féminin (Indien d'Amérique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επί ποδός πολέμουnom masculin (figuré) (μτφ: επιθετική διάθεση) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εμφύλιος πόλεμοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La guerre civile a obligé la moitié de la population du pays à fuir. Ο εμφύλιος πόλεμος εκτόπισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας. |
κήρυξη πολέμουnom féminin (επίσημη εξαγγελία πολέμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Franklin D. Roosevelt a signé la déclaration de guerre en décembre 1941. |
πόλεμος συμμοριώνnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόλεμος συμμοριώνnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les hommes politiques locaux préviennent que la guerre des gangs qui est livrée en ville est hors de contrôle. |
προληπτικός πόλεμοςnom féminin De nombreux historiens considèrent la Première Guerre mondiale comme une guerre préventive. |
πόλεμος νεύρωνnom féminin (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φραστική αντιπαράθεσηnom féminin Les candidats rivaux se sont lancés dans une vilaine guerre des mots l'un contre l'autre. |
πράξη κήρυξης πολέμουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ολοκληρωτικός πόλεμοςnom féminin |
τέχνη του πολέμουnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le Général Patton était un étudiant assidu de l'art de la guerre. |
πολεμικό τραγούδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιολογικός πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταξική πάληnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συμβατικός πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συμβατικός πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Δεν μπορούμε να νικήσουμε τους εχθρούς μας μόνο με συμβατικό πόλεμο. |
μικροβιολογικός πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θεός του πολέμουnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mars était le dieu romain de la guerre. |
σταυροφορίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ναυτική τέχνη του πολέμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les intempéries et une guerre maritime habilement menée par les Anglais ont eu raison de l'Armada espagnole en 1588. |
ψευδώνυμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ψυχρός Πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) On soupçonnait beaucoup de personnes d'être des espions durant la guerre froide. |
πολεμική ιαχήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dès que Josh a un peu bu il se met à pousser ses cris de guerre débiles. |
πόλεμος θρησκευτικού χαρακτήρα, θρησκευτικός πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εμπόλεμη κατάστασηnom masculin (justice internationale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils vivent dans un état de guerre permanent depuis des années. |
υποθαλάσσια, υποβρύχια σύρραξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les Allemands ont livré une guerre sous-marine durant la deuxième guerre mondiale. |
πόλεμος χαρακωμάτωνnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La Première Guerre Mondiale était une vraie guerre de tranchées. |
Τρωικός Πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δύσκολη περίοδος, φάσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτροπή πολεμικών επιχειρήσεωνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεωνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πολεμικός ανταποκριτήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle commença sa carrière de journaliste comme correspondante de guerre. |
έγκλημα πολέμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il attend son procès à la Haye pour crimes de guerre. |
πολεμική ιαχήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομία πολέμουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράσημο(France) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολεμική βαφήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le guerrier apache portait de superbes peintures de guerre et une coiffure élaborée. |
παγκόσμιος πόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nostradamus aurait prédit la troisième guerre mondiale. |
τραυματισμός σε μάχηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locution adjectivale |
πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχώνnom féminin (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πόλεμος εκτός συνόρωνnom féminin (σε άλλη χώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Επταετής Πόλεμοςnom féminin |
σύγχρονος πόλεμοςnom féminin |
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La Seconde Guerre mondiale (or: Deuxième Guerre mondiale) a débuté le 3 septembre 1939. |
υποβόσκουσα διαμάχηnom féminin |
τραυματίας πολέμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πολεμική προσπάθειαnom masculin |
ανθρωπιστική βοήθειαnom masculin pluriel (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θύμα πολέμουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πόλεμος του Βιετνάμnom féminin |
αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου
|
χημικός πόλεμοςnom féminin |
παιχνίδια πολέμουnom masculin pluriel Les commandants de l'armée utilisent des jeux de guerre pour perfectionner et pratiquer leurs tactiques. |
σύννεφα πολέμουnom masculin pluriel (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πολεμικά σχέδιαnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
λάφυρα πολέμουnom féminin pluriel |
παιχνίδια του μυαλού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ξεκινάω πόλεμοlocution verbale (pays) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Grande-Bretagne est entrée en guerre contre l'Allemagne en 1914. |
συμφιλιώνομαιlocution verbale (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Enterrons la hache de guerre. Nous sommes amis depuis trop longtemps pour nous disputer. |
παίρνω τα όπλαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Beaucoup de pays préfèrent partir en guerre plutôt que négocier. |
κηρύσσω πόλεμοlocution verbale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τείνω κλάδο ελαίας(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le 1e août 1914, l'Allemagne a déclaré la guerre. |
πολεμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταπολεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμοadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε πόλεμο με κπlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Grande-Bretagne était en guerre avec la France depuis 1803. |
ο πόλεμος του Βιετνάμ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Des milliers de vétérans vivent encore avec les souvenirs de la guerre du Viêt Nam. Χιλιάδες βετεράνοι ζουν ακόμα με τις μνήμες από τον πόλεμο του Βιετνάμ. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guerre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του guerre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.