Τι σημαίνει το gras στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gras στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gras στο Γαλλικά.
Η λέξη gras στο Γαλλικά σημαίνει λίπος, λιπαρός, λιπαρός, γεμάτος λάδια, γεμάτος γράσο, έντονος, έντονη γραφή, λιπαρός, έντονος, άξεστος, λίπος, που γυαλίζει, που λάμπει, ξύγκι, λιπαρός, λιπώδης, bold, χοντρός, η τελευταία ημέρα της Αποκριάς, που είναι σαράντα επτά ημέρες πριν από το Πάσχα, Τρίτη της Άφεσης, λίπη trans, συκώτι χήνας, η Τρίτη πριν από τη Σαρακοστή, έχω τη χρυσή ευκαιρία, κάνω πάρτυ, με κηρομπογιές, με παστέλ, χνούδι, κάνω bold, γράφω με bold, φουά γκρα, λιπαρό οξύ, ακόρεστα λίπη, γράφω σε έντονη γραφή, ζωγραφίζω κτ με κηρομπογιές, ζωγραφίζω κτ με παστέλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gras
λίπος(nourriture : viande) (φαγητού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle enleva le gras du steak avant de le manger. Έβγαλε το λίπος από την μπριζόλα πριν την φάει. |
λιπαρόςadjectif (nourriture) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les frites étaient très grasses à cause de l'huile qui n'était pas assez chaude. Οι τηγανητές πατάτες ήταν πολύ λιπαρές γιατί το λάδι στο οποίο μαγειρεύτηκαν δεν ήταν αρκετά ζεστό. |
λιπαρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce hamburger est vraiment gras ! C'est écœurant. Αυτό το χάμπουργκερ είναι τόσο λιπαρό! Είναι εντελώς αηδιαστικό. |
γεμάτος λάδια, γεμάτος γράσο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les mains graisseuses du mécanicien laissaient toujours des traces noires sur la porte. Ο γεμάτος λάδια μηχανικός πάντα άφηνε μαύρες μουντζούρες στην πόρτα. |
έντονοςadjectif (Typographie) (τυπογραφία: χοντρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les caractères gras attiraient l'attention sur les mots. Η έντονη γραφή τραβούσε την προσοχή στις λέξεις. |
έντονη γραφήnom masculin (Typographie) (τυπογραφία: χοντρός) Il a mis les mots importants en gras. Έβαλε τις σημαντικές λέξεις σε έντονη γραφή. |
λιπαρόςadjectif (nourriture) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le docteur a conseillé Ben d'éviter les viandes grasses et les aliments frits. |
έντονοςadjectif (police) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άξεστοςadjectif (humour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'humour gras de la chanson l'a rendue extrêmement populaire. Το χοντροκομμένο χιούμορ του τραγουδιού το έχει κάνει πολύ δημοφιλές. |
λίπος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που γυαλίζει, που λάμπει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après son jogging, la sueur avait rendu la peau d'Emily luisante. Η κομμώτρια ένιωσε μια απέχθεια όταν είδε τα λαδωμένα μαλλιά της πελάτισσάς της. |
ξύγκι(familier) (καθομ, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λιπαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λιπώδηςadjectif (βιολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
bold
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le titre de l'article et le nom de l'auteur étaient imprimés en caractères gras (or: en gras). |
χοντρός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Neil est un chic type, mais il est grossier dans sa manière de s'exprimer. Ο Νηλ είναι καλό παιδί, αλλά ο τρόπος που μιλά είναι χοντροκομμμένος. |
η τελευταία ημέρα της Αποκριάς, που είναι σαράντα επτά ημέρες πριν από το Πάσχαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dans plusieurs pays, on fête Mardi Gras avant le début du carême. |
Τρίτη της Άφεσηςnom masculin (παραμονή Σαρακοστής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) N'oublie pas que c'est Mardi gras demain. |
λίπη transnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συκώτι χήναςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η Τρίτη πριν από τη Σαρακοστήnom propre (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έχω τη χρυσή ευκαιρία(familier) (μεταφορικά: να κάνω κάτι) |
κάνω πάρτυ(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι φυλλάδες έκαναν πάρτυ με την αποκάλυψη για την ερωτική ζωή του πρωθυπουργού. |
με κηρομπογιές, με παστέλlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a fait un croquis de l'église au crayon gras Έκανε ένα σχέδιο της εκκλησίας με κηρομπογιές. |
χνούδιnom masculin (sur le chocolat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a déjà un blanchiment gras sur le chocolat. Αυτή η σοκολάτα έχει ήδη ασπρίλα πάνω της. |
κάνω bold, γράφω με boldverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai mis les mots-clés en gras dans mon discours pour qu'ils ressortent. |
φουά γκραnom masculin (έδεσμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λιπαρό οξύnom masculin |
ακόρεστα λίπηnom masculin |
γράφω σε έντονη γραφήverbe transitif (Typographie) (τυπογραφία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a mis en gras certains mots pour en souligner l'importance. Έγραψε τις σημαντικές λέξεις σε έντονη γραφή για έμφαση. |
ζωγραφίζω κτ με κηρομπογιές, ζωγραφίζω κτ με παστέλverbe transitif (σχέδιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'enfant a rapidement colorié au crayon gras un dessin de canard. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gras στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του gras
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.