Τι σημαίνει το envie στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης envie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του envie στο Γαλλικά.
Η λέξη envie στο Γαλλικά σημαίνει παρωνυχίδα, επιθυμία, λαχτάρα, επιθυμία, λαχτάρα, επιθυμία, όρεξη, διάθεση, επιθυμία, ζήλια, λιγούρα, καύλα, όρεξη, διάθεση, φαντασία, ζηλεύω, ζηλεύω, φθονώ, ζηλεύω, φθονώ, καυλώνω, νυσταγμένος, γουστάρω, λαχτάρα, επιθυμία, προκαλώ ναυτία, ούρα, τσίσα, λαχταρώ, ποθώ, θέλω, έτοιμος είμαι, νυστάζω, που αισθάνεται ναυτία, για φίλημα, που θέλει πολύ να κάνει παιδί, γουστάρω, σε θέλω, ορμή, επιθυμία για ταξίδια, υπνηλία, εκδικητικότητα, απροθυμία, τάση εμετού, φθόνος του πέους, παρόρμηση, έντονη ανάγκη, λιγούρα, -, γουστάρω, δεν έχω όρεξη, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, λαχταράω, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, σκέφτομαι να κάνω κτ, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, δεν έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω τα κότσια, ανακατεύομαι, ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ, λαχταράω, λαχταρώ, φέρνω σε κπ αναγούλα, που θέλει να κάνει παιδί, γεμάτος επιθυμία, γεμάτος λαχτάρα, πεθαίνω για κτ, επιθυμία, λαχτάρα, προκαλώ αηδία, προκαλώ αποστροφή, πεθαίνω να κάνω κτ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, δελεάζω κπ να κάνει κτ, έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό, λαχταρώ, ποθώ, επιθυμώ, θέλω, προκαλώ ναυτία, αηδία, αηδιάζω, ψήνομαι, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, θα έβγαινα μαζί του, που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ, θέλω πολύ, λαχταράω, λαχταρώ, πεθαίνω, θέλω, θέλω, που θέλει κτ, με λαχτάρα, με πόθο, με έντονη επιθυμία, ζηλόφθονα, δύναμη, θέλω, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταράω, λαχταρώ, λαχταράω, λαχταρώ, λαχταρώ, ποθώ, πεθαίνω για κτ, διψάω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης envie
παρωνυχίδαnom féminin (petite peau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιθυμίαnom féminin (volonté) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'avait aucune envie de visiter le Mexique. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε μεγάλη κάψα για χορό. |
λαχτάρα, επιθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il avait soudain très envie de rentrer chez lui. Ένιωσε ξαφνική λαχτάρα για το σπίτι του. |
λαχτάρα, επιθυμίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter ressentait l'envie de voyager. Ο Πήτερ είχε λαχτάρα να ταξιδέψει. |
όρεξη, διάθεση, επιθυμίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fut pris d'une soudaine envie d'aller nager et posa un jour de congé. Ξαφνικά, του έκανε κέφι να πάει στη θάλασσα κι έτσι πήρε ρεπό από τη δουλειά. |
ζήλιαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La jalousie de John était due à la promotion que son collège avait obtenue et qu'il voulait pour lui-même. |
λιγούραnom féminin (για συγκεκριμένη τροφή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καύλα(sexuel) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όρεξη, διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'idée lui a pris de se teindre les cheveux en rouge. Έκανε κέφι να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα. |
φαντασίαnom féminin (selon une idée) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il peignait au gré de son imagination. Ζωγραφίζει ό,τι του εξάπτει τη φαντασία. |
ζηλεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter envie ses voisins : ils ont toujours l'air de partir en vacances quatre étoiles et de s'acheter des voitures de sport. Ο Πήτερ ζηλεύει τους γείτονές του που πάντα φαίνεται να έχουν αρκετά χρήματα για να πηγαίνουν πολυτελείς διακοπές και ν' αγοράζουν σπορ αυτοκίνητα. |
ζηλεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'envie ton indépendance. Ζηλεύω τον ανεξάρτητο τρόπο ζωής σου. |
φθονώ, ζηλεύωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne leur envie pas leur réussite : ils ont travaillé dur pour l'obtenir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν τους φθονώ (or: ζηλεύω) για την επιτυχία τους. Δούλεψαν σκληρά για αυτή. |
φθονώ(με μια δόση ζήλιας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Φθονώ τα τέλεια μαλλιά και τη μικρή μυτούλα της Μισέλ. |
καυλώνω(sexuellement) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il était excité par les photos suggestives. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γύρισε σπίτι καυλωμένος και αμέσως άρχισε να τη φιλάει. |
νυσταγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le bébé était fatigué, alors Harry lui a fait faire une sieste. Το μωρό νύσταζε και έτσι ο Χάρρυ το έβαλε για να πάρει έναν υπνάκο. |
γουστάρω(familier : excité) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark a fait des avances à Jennifer parce qu'il pensait qu'elle était chaude. |
λαχτάρα, επιθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le désir de vacances que Jane avait grandissait chaque jour. Η λαχτάρα της Τζέιν για διακοπές μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. |
προκαλώ ναυτία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Pendant ma grossesse, même l'odeur du pain grillé m'écœurait. |
ούρα(familier, enfantin) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le médecin a pris un échantillon de pipi pour le dépistage. Ο γιατρός πήρε ένα δείγμα ούρων για εξέταση. |
τσίσα(un peu vulgaire) (καθομιλουμένη, παιδικό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) John est allé derrière un arbre pour pisser. Ο Τζον πήγε πίσω από το δέντρο για κατούρημα. |
λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ποθώ(éprouver du désir sexuel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dit qu'il l'aime, mais en réalité il ne fait que la désirer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι η γυναίκα της ζωής μου και τη θέλω σαν τρελός. |
θέλω(sexuellement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έτοιμος είμαιlocution verbale (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) J'ai bien envie de te donner une fessée ! Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο! |
νυστάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il était tard et Helen se sentait endormie. Ήταν αργά και η Έλεν ένιωθε νυσταγμένη. |
που αισθάνεται ναυτία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je me suis senti nauséeux après avoir bu du lait périmé sans faire exprès. |
για φίλημα(προσδιορισμός) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που θέλει πολύ να κάνει παιδί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γουστάρω(καθομ: επιθυμία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σε θέλω
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) J'ai envie de toi. On se tire d'ici et on va chez moi. |
ορμή(soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lorsque Robert lit des reportages sur des gens qui souffrent, il ressent l'envie irrépressible de leur venir en aide. Όταν ο Ρόμπερτ διαβάζει ρεπορτάζ για ανθρώπους που υποφέρουν, νιώθει μια έντονη επιθυμία να τους βοηθήσει. |
επιθυμία για ταξίδιαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Beth a fait une croisière autour du monde pour satisfaire son envie de voyager. Η Μπεθ έκανε μια κρουαζιέρα σε όλον τον κόσμο για να ικανοποιήσει την επιθυμία της για ταξίδια. |
υπνηλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκδικητικότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απροθυμία(αρνητική διάθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τάση εμετού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φθόνος του πέουςnom féminin (Psychanalyse) (ψυχολογία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παρόρμηση, έντονη ανάγκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fut prise d'une envie subite de fuir. |
λιγούρα(de nourriture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Enceinte, j'avais des envies de pastèque. Όταν ήμουν έγκυος είχα μια λιγούρα για καρπούζι. |
-nom féminin (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Αυτή η μουσική με ξεσηκώνει και θέλω να χορέψω! |
γουστάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chris est attiré par Vanessa. |
δεν έχω όρεξη(για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John était peu enclin à se mettre à la tâche qui l'attendait. |
λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La petite fille était assise en silence à son pupitre, mais elle avait très envie d'aller jouer dehors au soleil. Το κοριτσάκι κάθισε ήσυχο στο θρανίο του, όμως λαχταρούσε να βγει έξω να παίξει στη λιακάδα. |
λαχταράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai envie d'une tasse de thé. Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι. |
σκέφτομαι να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai bien envie de dire à tes parents ce que tu as fait. |
μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα(κάτι εμένα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'ai pas pu rester à l'hôpital avec lui parce que la vue du sang me donne envie de vomir (or: me donne la nausée). |
κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλιαverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai mis mes nouvelles chaussures Prada juste pour faire pâlir d'envie Sally. |
δεν έχω όρεξη να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ai pas envie de sortir ce soir. Δεν έχω όρεξη να βγω έξω απόψε. |
έχω τα κότσια(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακατεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai commencé à avoir la nausée (or: à avoir mal au cœur), donc j'ai bu beaucoup de jus d'orange pour sa vitamine C. |
ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Micah a eu envie d'un bagel à la myrtille toute la journée. |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το φαγητό στο σχολείο δεν ήταν κακό, αλλά ο Κέβιν λαχταρούσε το φαγητό της μητέρας του. |
φέρνω σε κπ αναγούλα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που θέλει να κάνει παιδί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γεμάτος επιθυμία, γεμάτος λαχτάρα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Έριξε μια ματιά γεμάτη λαχτάρα στο τελευταίο κομμάτι σοκολάτας. |
πεθαίνω για κτlocution verbale (familier) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susan crevait d'envie de fumer une clope mais, elle n'avait pas envie de sortir. Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω. |
επιθυμία, λαχτάρα(για κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le saint homme nous exhorte à maîtriser nos envies irrésistibles de pouvoir et d'argent. Ο άγιος μας προτρέπει να ελέγξουμε τις επιθυμίες μας για εξουσία και χρήματα. |
προκαλώ αηδία, προκαλώ αποστροφή(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Entendre parler de ce carnage me donne envie de vomir (or: me donne la nausée). Όταν άκουσα για τη μαζική δολοφονία αηδίασα. |
πεθαίνω να κάνω κτ(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je meurs d'envie de revoir ma famille, après avoir passé un an à l'étranger. Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό. |
έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) J'ai envie de sortir dîner ce soir. Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε. |
δελεάζω κπ να κάνει κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les histoires des voyages de Wendy à travers l'Inde donnèrent envie à Karen d'y aller elle aussi. |
έχω ναυτία, έχω τάση για εμετό
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) J'ai eu envie de vomir après avoir mangé autant de bonbons. Ένιωσα ναυτία, αφού έφαγα μια ολόκληρη σακούλα γλυκά. |
λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tania veut un nouveau smartphone. |
επιθυμώ, θέλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu en as vraiment envie, tu peux apprendre une nouvelle langue. Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια καινούρια γλώσσα. |
προκαλώ ναυτία, αηδία(figuré, familier) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le traitement des prisonniers dans ce pays m'écœure (or: me dégoûte). |
αηδιάζω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce type me rend malade ! Quel grossier personnage ! Αυτός ο άνθρωπος μου προκαλεί αηδία! Εϊναι τόσο αγενής! |
ψήνομαιlocution verbale (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα(να κάνω κάτι) Gerald veut à tout prix trouver un emploi. Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά. |
θα έβγαινα μαζί του
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτlocution verbale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'essaie de voir si j'ai envie de me lever aujourd'hui. Προσπαθώ να αποφασίσω αν θα μπω στον κόπο να σηκωθώ σήμερα. |
θέλω πολύlocution verbale (να κάνω κάτι) Il a vraiment envie de venir te voir. J'ai vraiment envie de travailler sur ce projet. Ανυπομονεί να έρθει να σε δει. Ανυπομονώ να ξεκινήσω να δουλεύω το πρότζεκτ. |
λαχταράω, λαχταρώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand il fait froid, je meurs d'envie d'aller aux Bahamas. Όταν κάνει τόσο κρύο, λαχταρώ να πάω στις Μπαχάμες. |
πεθαίνω(soutenu) (μτφ: να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Σάσα πεθαίνει να φύγει από τη γενέτειρά της. |
θέλω(inversion sujet/objet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça te plairait (or: te dirait) une partie de golf cet après-midi ? Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα; |
θέλωlocution verbale (να κάνω κάτι τώρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai envie de manger au restaurant ce soir. Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ. |
που θέλει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με λαχτάρα, με πόθο, με έντονη επιθυμίαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chris regarda le gâteau avec envie, mais il savait qu'il ne devait pas en manger. |
ζηλόφθοναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δύναμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'avait plus l'envie de se battre. |
θέλωlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai pas vraiment envie de jouer au golf aujourd'hui. Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα. |
λαχταρώ, ποθώ(soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lui tardait de rentrer chez lui auprès de sa famille. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του. |
λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miriam avait hâte que Jake la prenne dans ses bras et lui dise qu'il l'aimait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει. |
λαχταράω, λαχταρώ(de nourriture surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai très envie d'un petit plat maison. |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après cette longue soirée, Peter a commencé à avoir envie de pizza. |
λαχταρώ, ποθώ(de nourriture surtout) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πεθαίνω για κτ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je meurs d'envie de boire une bonne tasse de thé. |
διψάω για κτlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après que Glenn l'a doublé, Adam mourait d'envie de se venger. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του envie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του envie
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.