Τι σημαίνει το retenir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης retenir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retenir στο Γαλλικά.
Η λέξη retenir στο Γαλλικά σημαίνει θυμάμαι, μεταφέρω το κρατούμενο, κρατάω, συγκρατάω, συγκρατώ, θυμάμαι, συγκρατώ, συγκρατώ, παρακρατώ, καθυστερώ, περιορίζω, καταστέλλω, μεταφέρω, μεταφέρω, καθυστερώ, περιορίζω, περικόπτω, -, τραβάω, τραβώ, παρακρατώ, αντισταθμίζω, περιορίζω, συγκρατώ, περιορίζω, συγκρατώ, απασχολώ, αποστηθίζω, καταπνίγω, καταπιέζω, περιορίζω, συγκρατώ, καταστέλλω, συγκρατώ, καταπνίγω, καταπιέζω, συγκρατώ, αντλώ, συγκρατώ, ρεζουμέ, κρατάω το ενδιαφέρον κπ, συγκρατώ τα γέλια μου, καταπνίγω συναισθήματα, διατηρώ την προσοχή κάποιου, δεν συγκρατούμαι, κρατάω όμηρο, δεν χτυπάω με δύναμη, συγκρατώ, καταπιέζω, δεν συγκρατούμαι, αποφεύγω να κάνω κτ, επιστρατεύω, συγκρατούμαι, παρακρατώ, κρατάω την αναπνοή μου, καθηλώνω στο έδαφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης retenir
θυμάμαιverbe transitif (en mémoire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate a une mémoire incroyable ; elle est capable de retenir des faits très facilement. Η Κέιτ έχει φανταστική μνήμη. Μπορεί να συγκρατεί πληροφορίες πολύ εύκολα. |
μεταφέρω το κρατούμενοverbe transitif (Mathématiques) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) N'oublie pas la retenue : je pose un et je retiens deux. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο. |
κρατάω, συγκρατάωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lorsque les garçons ont commencé à se battre, l'enseignante est arrivée pour les retenir. Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν. |
συγκρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a retenu (or: contenu) sa colère jusqu'à ce que les enfants aillent se coucher. Συγκράτησε τον θυμό του μέχρι τα παιδιά να πάνε για ύπνο. Είχε τόσο δύσκολη μέρα που δε μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυά της. |
θυμάμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essaie de te souvenir de ce qui s'est passé. Προσπάθησε να θυμηθείς ακριβώς τι έγινε. |
συγκρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce compost garde bien l'humidité donc vous n'avez pas besoin d'arroser vos plantes aussi souvent. Αυτό το κομπόστ συγκρατεί καλά την υγρασία, οπότε δεν χρειάζεται να ποτίζεις τα φυτά σου τόσο συχνά. |
συγκρατώ, παρακρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ne m'a pas rendu tout l'argent aujourd'hui : il en garde (or: retient) la moitié jusqu'à ce que le travail soit fini. Δεν μου επέστρεψε όλα τα χρήματα σήμερα, παρακρατεί τα μισά μέχρι να τελειώσει η δουλειά. |
καθυστερώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous étions retenus par notre attente que des nouvelles arrivent bientôt. |
περιορίζω, καταστέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρωverbe transitif (Mathématiques) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Retenez le nombre des unités dans la colonne des dizaines. |
μεταφέρωverbe transitif (Maths) (μαθηματικά: άθροισμα, υπόλοιπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Retiens 4 et mets-le en haut de la colonne suivante. Μετάφερε τον αριθμό «4» και βάλ' τον στην κορυφή της επόμενης στήλης. |
καθυστερώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne vous retiens pas si vous devez prendre un avion. |
περιορίζωverbe transitif (figuré, une personne) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περικόπτωverbe transitif (de l'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chef d'Harry a retenu le montant de son erreur sur sa paie. Το αφεντικό του Χάρυ έκοψε την αμοιβή του ώστε να καλύψει το κόστος του λάθους του. |
-verbe transitif (figuré) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il a retenu ses sentiments. Κατέπνιξε τα συναισθήματά του. |
τραβάω, τραβώverbe transitif (l'attention) (μτφ: την προσοχή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le feu d'artifice a retenu l'attention de la foule. |
παρακρατώverbe transitif (somme sur paye) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement retient un pourcentage du salaire de la plupart des gens sous forme d'impôt et de sécurité sociale. |
αντισταθμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω, συγκρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζωverbe transitif (de l'eau) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκρατώverbe transitif (des émotions) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daniel était complètement bouleversé mais il a retenu ses larmes. |
απασχολώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποστηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταπνίγω, καταπιέζωverbe transitif (χασμουρητό, συναίσθημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au milieu du sermon, j'ai commencé à réprimer (or: retenir) des bâillements. Στα μισά του κηρύγματος άρχισα να καταπνίγω χασμουρητά. |
περιορίζω(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gardes ont enchaîné le prisonnier et l'ont mis en isolement. |
συγκρατώ, καταστέλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne peux contenir mes sentiments plus longtemps ! |
συγκρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταπνίγω, καταπιέζω, συγκρατώverbe transitif (une émotion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trevor était furieux, mais il a réussi à réprimer sa colère et à être poli. Ο Τρέβορ ήταν έξαλλος, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον θυμό του και να φερθεί ευγενικά. |
αντλώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το δίδαγμα αντλούμε από αυτή την ιστορία είναι πως το κάθε άτομο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ξεχωριστό. |
συγκρατώ(une émotion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle eut du mal à maîtriser (or: contenir) ses émotions. Ήταν δύσκολο να τιθασεύσει τα συναισθήματά της. Πρέπει να τιθασεύσεις τον ενθουσιασμό σου! |
ρεζουμέ(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tout cela pour dire que vous ne pouvez plus arriver en retard au travail dorénavant. Το ρεζουμέ είναι ότι δεν μπορείς πλέον να αργείς στη δουλειά. |
κρατάω το ενδιαφέρον κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les intervenants doivent sélectionner des sujets stimulants pour retenir l'attention des auditeurs. |
συγκρατώ τα γέλια μουverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Durant cette piètre prestation, j'ai eu du mal à me retenir de rire. |
καταπνίγω συναισθήματαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την προσοχή κάποιουverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν συγκρατούμαιverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand elle a quelque chose à dire, elle ne se retient pas. |
κρατάω όμηροverbe transitif (κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Les kidnappeurs retiennent sa fille en otage. |
δεν χτυπάω με δύναμηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκρατώ, καταπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand il est arrivé, nous n'avons pas pu réprimer notre rire. Δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας όταν μπήκε μέσα. |
δεν συγκρατούμαιverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En mode auto-défense, il ne faut pas se retenir. |
αποφεύγω να κάνω κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Merci de vous retenir de toucher quoi que ce soit. |
επιστρατεύωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons fait appel à ce plombier pour réparer le tuyau. |
συγκρατούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Helena voulait un autre beignet mais s'est retenue par politesse. Η Έλενα ήθελε άλλο ένα ντόνατ αλλά συγκρατήθηκε από ευγένεια. |
παρακρατώ(une somme d'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société a retenu 20 £ sur la paie de chaque employé pour rembourser les dommages. |
κρατάω την αναπνοή μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθηλώνω στο έδαφοςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'avion était retenu au sol à cause de problèmes mécaniques. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retenir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του retenir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.