Τι σημαίνει το arma στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης arma στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arma στο ισπανικά.
Η λέξη arma στο ισπανικά σημαίνει όπλο, όπλο, όπλο, όπλο, όπλο, φτιάχνω, στήνω, συναρμολογώ, προκαλώ, στήνω, αποτελώ, στήνω, στρίβω τσιγάρο, οπλίζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, οπλίζω, οπλίζω, βρίσκω, φτιάχνω, συναρμολογώ, συναρμολογώ, συναρμολογώ, ανεβάζω, οργανώνω, συστήνω, στήνω σκαλωσιά, φτιάχνω, εξοπλίζω, εφοδιάζω, ετοιμάζω, πιστόλι, περίστροφο, πυροβόλο όπλο, επαναλητικό όπλο, επαναληπτικό τουφέκι, αυτόματο, επαναληπτικό όπλο, δίκοπο μαχαίρι, και καλό και κακό, τραύμα από πυροβόλο όπλο, πυρηνική συσκευή, playmaker, φονικό όπλο, βιολογικά όπλα, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, μετατρέπω κτ σε όπλο, χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου, σιδερικό, καριοφίλι, χωρίς όπλα, τριανταοχτάρι, όπλο, περίστροφο, πιστόλι, γαζώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης arma
όπλοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es injusto usar un arma contra un adversario desarmado. Είναι άδικο να χρησιμοποιεί κανείς όπλο ενάντια σε έναν άοπλο αντίπαλο. |
όπλοnombre femenino (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las palabras eran el arma del autor. Οι λέξεις ήταν το όπλο του συγγραφέα. |
όπλοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Puso el arma en su funda. // Los ladrones soltaron las armas cuando se vieron acorralados. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έβαλε το όπλο στη θήκη του. |
όπλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dejad las armas fuera del castillo. Αφήστε όλα τα όπλα σας έξω από το κάστρο. |
όπλοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φτιάχνω, στήνωverbo transitivo (πρόχειρα, αυτοσχέδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los chicos armaron una carpa con un cubrecamas y juegan al campamento en el patio del fondo. |
συναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me ayudas a armar esta biblioteca, por favor? |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Armó un escándalo porque el conductor no lo dejó subir a autobús. Προκάλεσε αναστάτωση γιατί ο οδηγός δεν τον άφηνε να μείνει στο λεωφορείο. |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lluvia caía con fuerza y Wendy se dio cuenta de que debía armar algo para refugiarse. Έβρεχε πολύ και η Γουέντι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κατασκευάσει (or: φτιάξει) κάτι για να μπει από κάτω και να προστατευτεί από τη βροχή. |
αποτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Armó una obra de arte utilizando solo trastos viejos. Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες. |
στήνω(carpa) (σκηνή, σκάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los exploradores armaron las carpas apenas llegaron al campamento. Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό. |
στρίβω τσιγάρο(cigarrillo) (ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Terminó de armar y me pidió fuego. |
οπλίζωverbo transitivo (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se podía ver que el policía estaba armado. |
φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Armó una escalera con trozos de madera vieja. Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο. |
κατασκευάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Primero armaron la estructura, después levantaron los muros. |
οπλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No sabemos quién está armando al grupo rebelde. |
οπλίζω(κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El sospechoso estaba armado con varias armas de fuego. |
βρίσκω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tendré que inventarme un plan. Θα πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο. |
φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ayuntamiento planea construir un nuevo centro cívico. Ο δήμος σχεδιάζει να χτίσει ένα νέο κοινοτικό κέντρο. |
συναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Christina estaba orgullosa de haber montado el tocador ella sola. Η Χριστίνα ήταν υπερήφανη που συναρμολόγησε τη συρταριέρα μόνη της. |
συναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le compré a mi hijo un columpio para el jardín y tuve que montarlo ayer. Αγόρασα για τον γιο μου ένα σετ με κούνιες και χρειάστηκε να το συναρμολογήσω στην αυλή χθες. |
συναρμολογώ(συνήθως με εργαλεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Cruz Roja preparó botiquines de emergencia para las víctimas del terremoto. Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού. |
ανεβάζω(θεατρικό, παράσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Están presentando una obra de Hamlet en el teatro local. Ανεβάζουν μια παραγωγή του «Άμλετ» στη θεατρική σκηνή της περιοχής. |
οργανώνω, συστήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carlos está organizando un comité para revisar los costos y la eficiencia de la compañía. |
στήνω σκαλωσιάlocución verbal (coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιάχνωverbo transitivo (valija, maleta, bolso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has hecho ya las maletas? Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα; |
εξοπλίζω, εφοδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía de alquiler de ski equipó a Rosa con todo lo necesario. Η εταιρεία ενοικίασης σκι εφοδίασε την Ρόζα με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό. |
ετοιμάζω(intenciones ocultas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El grupo de adolescentes parecía tramar problemas. Μια ομάδα εφήβων αγοριών φαίνονταν πως σχεδίαζαν φασαρίες. |
πιστόλι, περίστροφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se encontró una pistola en la escena del crimen. |
πυροβόλο όπλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Por favor, dejen las armas de fuego fuera del edificio. |
επαναλητικό όπλο, επαναληπτικό τουφέκι
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυτόματο, επαναληπτικό όπλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los policías llegaron al lugar provistos de armas automáticas. |
δίκοπο μαχαίριlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La radiación es un arma de doble filo que ayuda a luchar contra el cáncer pero también puede destruir tejidos sanos. |
και καλό και κακό
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Las computadoras son un arma de doble filo: ¡son buenas cuando funcionan y muy irritantes cuando no! |
τραύμα από πυροβόλο όπλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todo médico que atienda una herida de arma de fuego debe hacer la denuncia correspondiente a la policía. |
πυρηνική συσκευήlocución nominal femenina (πολεμικός εξοπλισμός) Obviamente los poderosos se reservan el derecho de usar armas nucleares, pero no quieren que ningún otro las tengan. |
playmaker
(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φονικό όπλο
|
βιολογικά όπλαlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para acabar con el atraco, la policía le apuntó con un arma y le ordenó que se echara al suelo. |
μετατρέπω κτ σε όπλοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σιδερικόlocución nominal femenina (αργκό: όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tiene a mano un arma de fuego para asustar a los intrusos. Έχει, πάντα, εύκαιρο κάποιο σιδερικό, για να φοβίζει τους καταπατητές. |
καριοφίλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χωρίς όπλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τριανταοχτάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όπλο, περίστροφο, πιστόλι(πυροβόλο όπλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο φύλακας ήταν υποχρεωμένος να φέρει όπλο εν ώρα υπηρεσίας. |
γαζώνωlocución verbal (μεταφορικά: με σφαίρες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arma στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του arma
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.