Τι σημαίνει το armar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης armar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του armar στο ισπανικά.

Η λέξη armar στο ισπανικά σημαίνει προκαλώ, οπλίζω, οπλίζω, οπλίζω, συναρμολογώ, φτιάχνω, στήνω, συναρμολογώ, στήνω, αποτελώ, στήνω, στρίβω τσιγάρο, φτιάχνω, κατασκευάζω, στήνω σκαλωσιά, βρίσκω, φτιάχνω, συναρμολογώ, συναρμολογώ, ανεβάζω, οργανώνω, συστήνω, φτιάχνω, εξοπλίζω, εφοδιάζω, ετοιμάζω, επανασυναρμολογώ, δραματοποιώ, τραγικοποιώ, φτιάνω τη βαλίτσα ξανά, ετοιμάζω τη βαλίτσα ξανά, φτιάχνω τη βαλίτσα, προκαλώ προβλήματα, κάνω φασαρία, μεγαλοποιώ, ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα, κάνω φασαρία, κάνω σαματά, φτιάχνω πρόχειρα, μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα, το κάνω θέμα, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, εξοπλίζω, οπλίζω, συναρμολογώ, πακετάρω, βάζω σε κουτιά, συσκευάζω, κάνω ιππότη, κάνω φασαρία, κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία, κάνω σαματά, συγκροτώ ταξιαρχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης armar

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Armó un escándalo porque el conductor no lo dejó subir a autobús.
Προκάλεσε αναστάτωση γιατί ο οδηγός δεν τον άφηνε να μείνει στο λεωφορείο.

οπλίζω

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se podía ver que el policía estaba armado.

οπλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No sabemos quién está armando al grupo rebelde.

οπλίζω

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sospechoso estaba armado con varias armas de fuego.

συναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Christina estaba orgullosa de haber montado el tocador ella sola.
Η Χριστίνα ήταν υπερήφανη που συναρμολόγησε τη συρταριέρα μόνη της.

φτιάχνω, στήνω

verbo transitivo (πρόχειρα, αυτοσχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los chicos armaron una carpa con un cubrecamas y juegan al campamento en el patio del fondo.

συναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me ayudas a armar esta biblioteca, por favor?

στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia caía con fuerza y Wendy se dio cuenta de que debía armar algo para refugiarse.
Έβρεχε πολύ και η Γουέντι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κατασκευάσει (or: φτιάξει) κάτι για να μπει από κάτω και να προστατευτεί από τη βροχή.

αποτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Armó una obra de arte utilizando solo trastos viejos.
Το καστ αποτελούταν από ερασιτέχνες.

στήνω

(carpa) (σκηνή, σκάλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los exploradores armaron las carpas apenas llegaron al campamento.
Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό.

στρίβω τσιγάρο

(cigarrillo) (ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Terminó de armar y me pidió fuego.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Armó una escalera con trozos de madera vieja.
Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο.

κατασκευάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Primero armaron la estructura, después levantaron los muros.

στήνω σκαλωσιά

locución verbal (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendré que inventarme un plan.
Θα πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ayuntamiento planea construir un nuevo centro cívico.
Ο δήμος σχεδιάζει να χτίσει ένα νέο κοινοτικό κέντρο.

συναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le compré a mi hijo un columpio para el jardín y tuve que montarlo ayer.
Αγόρασα για τον γιο μου ένα σετ με κούνιες και χρειάστηκε να το συναρμολογήσω στην αυλή χθες.

συναρμολογώ

(συνήθως με εργαλεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Cruz Roja preparó botiquines de emergencia para las víctimas del terremoto.
Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού.

ανεβάζω

(θεατρικό, παράσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están presentando una obra de Hamlet en el teatro local.
Ανεβάζουν μια παραγωγή του «Άμλετ» στη θεατρική σκηνή της περιοχής.

οργανώνω, συστήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carlos está organizando un comité para revisar los costos y la eficiencia de la compañía.

φτιάχνω

verbo transitivo (valija, maleta, bolso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Has hecho ya las maletas?
Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα;

εξοπλίζω, εφοδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía de alquiler de ski equipó a Rosa con todo lo necesario.
Η εταιρεία ενοικίασης σκι εφοδίασε την Ρόζα με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό.

ετοιμάζω

(intenciones ocultas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo de adolescentes parecía tramar problemas.
Μια ομάδα εφήβων αγοριών φαίνονταν πως σχεδίαζαν φασαρίες.

επανασυναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δραματοποιώ, τραγικοποιώ

(informal) (κατάσταση, γεγονός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sin importar qué tan pequeño sea el asunto, Joan siempre dramatiza.

φτιάνω τη βαλίτσα ξανά, ετοιμάζω τη βαλίτσα ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτιάχνω τη βαλίτσα

(maleta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesito empacar para el viaje a la playa.
Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα μου για την εκδρομή στην παραλία.

προκαλώ προβλήματα

(figurado, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La pandilla de motociclistas entró rugiendo al pueblo, dispuesta a sembrar cizaña.

κάνω φασαρία

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uno de los clientes estaba armando un escándalo en el mostrador del cajero.
Κάποιος απ' τους πελάτες έκανε φασαρία στον γκισέ του ταμία.

μεγαλοποιώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No vamos a armar un escándalo por una minucia como esta.

ορίζω την ημερήσια διάταξη, ορίζω την ατζέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω φασαρία, κάνω σαματά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτιάχνω πρόχειρα

(informal)

Sam armó a la rápida un equipo de fútbol para el sábado.

μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para la cena del jueves por la noche sólo voy a armar algo a la ligera.

το κάνω θέμα

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es solo un raspón en la rodilla; ¡deja de hacer un escándalo!
Ένα γδαρμένο γόνατο είναι όλο κι όλο, σταμάτα να το κάνεις θέμα!

μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ

locución verbal (AR, coloquial)

Mi familia constantemente arma quilombo por los asuntos más insignificantes.

εξοπλίζω, οπλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres deben preparar a sus hijos ante situaciones peligrosas advirtiéndoles sobre los extraños.

συναρμολογώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Armé una estantería con tablones y bloques de cemento.
Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους.

πακετάρω, βάζω σε κουτιά, συσκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen armó un paquete y lo llevó al correo.

κάνω ιππότη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El rey invistió como caballero al soldado por su heroísmo.
Ο βασιλιάς έκανε ιππότη τον στρατιώτη για τον ηρωισμό του.

κάνω φασαρία

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A la hora de acostarse, ese niño malcriado armaba un escándalo hasta que sus padres gritaran "¡Basta!".
Το κακομαθημένο παιδί έκανε φασαρία την ώρα του ύπνου, έως ότου οι γονείς του φώναξαν «Αρκετά!»

κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία

(protestar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω σαματά

locución verbal (καθομιλουμένη)

συγκροτώ ταξιαρχία

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του armar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.