Τι σημαίνει το tomar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tomar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tomar στο ισπανικά.
Η λέξη tomar στο ισπανικά σημαίνει παίρνω, παίρνω, χρειάζομαι, παίρνω, κάθομαι, παίρνω, παίρνω, κάνω, βάζω, κάνω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, τραβάω, βγάζω, πίνω, πίνω, παίρνω, πίνω, παίρνω, παίρνω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, παίρνω, έχω, τραβάω, τραβώ, παίρνω, παίρνω, αρπάζω, υιοθετώ, μαζεύω, στενεύω, το να πίνω, ενδίδω, υποκύπτω, προλαβαίνω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, μαζεύω, πιάνω, αρπάζω, πόσιμος, απογειώνομαι, κάνω ένα ντους, συμμετέχω, κάνω θραύση, σημειώνω κάτι, επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο, ανακατεύομαι, απομακρύνομαι, σκέφτομαι, ξαναδίνω, εφάπτομαι σε, σημειώνω, προσέχω πολύ κτ, δέχομαι, σημειώνω, γράφω, μετρώ, μετράω, μετρώ, ανάσα, έρχομαι, μπαίνω, μετράω, μετρώ, δανείζομαι, πειράζω, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, στρίβω, ανταποδίδω, αντεπιτίθεμαι, παίρνω μια βαθιά ανάσα, ντοπάρομαι, σημειώνω, απορημένος, σε άδεια, σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντως, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, άι στο διάολο, άι στο διάβολο, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!, βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις, ηλιοθεραπεία, συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλ, ηλιοθεραπεία, δικαιοδοσία, πρόσκληση για φωτογράφιση, αντιλαμβάνομαι, παίρνω το πάνω χέρι, διαλέγω, επιλέγω, κάνω ένα διάλειμμα, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, ξεκουράζομαι, εκφράζω την άποψή μου, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, χαλαρώνω, παίρνω τα μέτρα μου, δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ, παίρνω σαφή μορφή, παίρνω μορφή, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα, παίρνω το νόμο στα χέρια μου, παίρνω τα όπλα, αναλαμβάνω την ευθύνη, παίρνω το τρένο, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, βρίσκω,αποκτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tomar
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, tome un bizcocho de la bandeja. Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nosotros tomamos un taxi a casa al final de la noche. Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι. |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cuánto tiempo tomó? // Me tomó todo el día terminar esa tarea. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσος χρόνος απαιτείται; |
παίρνωverbo transitivo (τον έλεγχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los generales tomaron el poder y exilaron al Presidente. |
κάθομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor entre y tome asiento. Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él se toma la medicina sin quejarse. |
παίρνωverbo transitivo (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este musical toma su inspiración de una obra de Shakespeare. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Estoy tan sucio! De verdad necesito tomar un baño. |
βάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo tomo dos cucharas de azúcar en mi café. |
κάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El año pasado nos tomamos unas vacaciones en Argentina. Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή. |
αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No sé cómo tomar lo que acabas de decir. |
τραβάω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fotógrafo tomó varias fotos de la novia y el novio. |
πίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bebe agua si tienes sed. Πιες λίγο νερό αν διψάς. |
πίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Necesitas comer y beber si quieres estar vivo y sano. Πρέπει να τρως και να πίνεις αν θες να παραμείνεις υγιής. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill tiene que coger el autobús desde la ciudad. Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη. |
πίνω(αλκοόλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitamos jugo de naranja para los que no beben. Χρειαζόμαστε χυμό πορτοκάλι για αυτούς που δεν πίνουν. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me niego a llevarme tu dinero. Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército capturó el pueblo tras cuarenta y ocho horas de batalla. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él capturó uno de los peones de su oponente en el juego de ajedrez. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tomo el autobús para el trabajo todos los días. Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tomó su brazo y lo empujó hacia ella. Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς το μέρος της. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Podría tomar otra taza de té, por favor? Μπορώ να έχω άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ; |
τραβάω, τραβώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fotógrafo tomó 50 fotos. Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estás actuando de una manera muy extraña. ¿Estás tomando drogas? |
παίρνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El drogadicto tomó mucho ácido mientras vivía. |
αρπάζω(rápidamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen agarró las llaves de la mesa y salió corriendo. |
υιοθετώ(actitud) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brook adoptó un aire de indiferencia. Η Μπρουκ πήρε έναν αέρα αδιαφορίας. |
μαζεύω, στενεύω(ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los pantalones son muy grandes, los voy a tener que estrechar. Το παντελόνι είναι πολύ φαρδύ, πρέπει να το στενέψω. |
το να πίνω(alcohol) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενδίδω, υποκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El médico le dijo a Harry que dejase de beber, pero él sigue bebiendo igualmente. |
προλαβαίνω(excepto AR) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo que correr si quiero coger mi tren. Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου. |
τραβάω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El fotógrafo sacó una foto de la celebridad. |
παίρνω, μαζεύω, πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom se llevó el premio. |
αρπάζω(oportunidad) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyra aprovechó la oportunidad de representar a su escuela en la conferencia. |
πόσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sancionaron a los directores de la fábrica por contaminar una fuente de agua potable. |
απογειώνομαι(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sin dinero este proyecto nunca va a despegar. |
κάνω ένα ντους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy sudando como un caballo; voy a ducharme. Ιδρώνω πάρα πολύ, καλύτερα να πάω να κάνω ένα ντους. |
συμμετέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven al ensayo esta noche si te gustaría participar. Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις. |
κάνω θραύση(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrasaron con su primer tema. |
σημειώνω κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο(en un tren) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακατεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jess le envió un correo a la organización benéfica para saber cómo podía involucrarse. |
απομακρύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tuve que alejarme porque iba a terminar insultándolos. Έπρεπε να απομακρυνθώ, διαφορετικά θα κατέληγα να τους βρίσω. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has considerado las consecuencias a largo plazo de esta decisión? Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
ξαναδίνω(εξετάσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de reprobar la primera vez, Bridget repitió el examen un mes más tarde. |
εφάπτομαι σε(μαθηματικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σημειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apuntaré la dirección. Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση. |
προσέχω πολύ κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella se preocupa por su apariencia, su ropa siempre está impecable. Προσέχει πολύ την εμφάνισή της. Τα ρούχα της είναι πάντα άψογα. |
δέχομαι(una oferta, un reto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aceptaron la oferta de la empresa de pagarles la formación complementaria. Δέχτηκαν την προσφορά της εταιρείας να πληρώσουν για επιπλέον εκπαίδευση. |
σημειώνω, γράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía anotó su nombre y dirección y le dijo que no abandonara la ciudad. Ο αστυνομικός σημείωσε το όνομα και τη διεύθυνσή του και του είπε να μην φύγει από την πόλη. |
μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El árbitro cronometró al corredor en 30 segundos. |
μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mide las próximas diez tablas que se van a cortar. |
ανάσα(μεταφορικά: παίρνω μια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se detuvo para recobrar el aliento y luego comenzó a correr. Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και μετά ξανάρχισε το τρέξιμο. |
έρχομαι, μπαίνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Necesitamos a un experto, y aquí es donde entras tú. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aquí miden el agua, así que pagamos sólo por lo que usamos. Το νερό εδώ μετράται και έτσι πληρώνουμε για όσο χρησιμοποιούμε. |
δανείζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saqué dos libros de la biblioteca la semana pasada y he perdido uno de ellos. Την περασμένη βδομάδα δανείστηκα δύο βιβλία από τη βιβλιοθήκη και έχασα το ένα από αυτά. |
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los compañeros de Patricia se enteraron de que le gustaba Henry y lo burlan sin clemencia. Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα. |
προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι(αεροπλάνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El piloto aterrizó con suavidad. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια. |
στρίβω(vehículo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El conductor ladeó el vehículo para tomar la curva casi sin reducir la velocidad. El avión ladeó para comenzar el descenso. |
ανταποδίδω, αντεπιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Normalmente Robert no es agresivo, pero si se siente atacado, contraataca. |
παίρνω μια βαθιά ανάσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peleando contra su pánico escénico, el actor cerró los ojos y respiró antes de su escena. |
ντοπάρομαι(drogas ilegales) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σημειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos anotaron todos los problemas en un pedazo de papel. |
απορημένος(AmL) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su repentina admisión nos tomó desprevenidos. |
σε άδειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tendré licencia durante las dos próximas semanas. Mi marido tiene licencia indefinida porque se rompió la pierna el pasado fin de semana. Θα είμαι σε άδεια για τις επόμενες δυο εβδομάδες. |
σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντωςlocución verbal |
Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;(restaurante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άι στο διάολο, άι στο διάβολο(ofensivo) (αγενές, προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Vete a la mierda! ¡Me das asco! |
άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου(vulgar) (μτφ, χυδαίο: οργή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aquí no queremos a los de tu tipo, ¡vete a cagar! |
άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!(χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
βάλτο εκεί που ξέρεις, χώστο εκεί που ξέρεις(ES, vulgar, ofensivo) (αργκό, υβριστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιοθεραπεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muchos médicos hoy en día concuerdan en que tomar sol no es saludable. Οι περισσότεροι γιατροί τώρα συμφωνούν ότι η ηλιοθεραπεία είναι ανθυγιεινή. |
συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Bob se tomó una bebida de arándano después de un trago de vodka. |
ηλιοθεραπείαlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tomar sol excesivamente puede ocasionar cáncer de piel. |
δικαιοδοσία(ley) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El actor, con derecho reconocido a intervenir, firma este acto para dar su conformidad al documento. |
πρόσκληση για φωτογράφιση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αντιλαμβάνομαι(κπ που κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He tomado consciencia de nuestras diferencias. |
παίρνω το πάνω χέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El equipo tardó mucho en tomar la delantera, pero al final logró ganar. |
διαλέγω, επιλέγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ya has tomado una decisión; ahora afronta las consecuencias. |
κάνω ένα διάλειμμαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tómate un descanso, terminaremos de pintar los marcos de la puerta después. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κάνε ένα διάλειμμα, δεν γίνεται να διαβάζεις συνέχεια! |
απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siento interrumpir, pero tengo que salir a tomar una llamada. Puede ser que necesite tomar una llamada durante la reunión. Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω. |
ξεκουράζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡No puedes parar a tomar un descanso cuando estás corriendo un maratón! |
εκφράζω την άποψή μουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tienes la opción de tomar posición o de que nadie escuche tus opiniones. |
λαμβάνω υπόψηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Debiste haber tenido en cuenta (o: tomado en cuenta) su edad. Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις. |
λαμβάνω υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ten en cuenta la edad de los niños antes de planear actividades. |
χαλαρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Bruno le encanta tomarse las cosas con calma cuando está en su cabaña del lago. La jubilación es el momento de tomarse las cosas con calma. Του Μπρους του αρέσει να χαλαρώνει όταν είναι στο εξοχικό στη λίμνη. |
παίρνω τα μέτρα μουverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta vez tomaremos medidas para no cometer el mismo error. |
δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tomen nota de las fechas de entrega de la tarea. |
παίρνω σαφή μορφή, παίρνω μορφήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sus ideas finalmente están empezando a tomar forma. |
πιάνω τον ταύρο από τα κέραταexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mateo tomará al toro por los cuernos mañana y le pedirá a Luisa que se case con él. |
παίρνω το νόμο στα χέρια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si te roban, no intentes tomar la justicia por tu mano. |
παίρνω τα όπλαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Después de Pearl Harbor, muchos norteamericanos estaban dispuestos a tomar las armas. |
αναλαμβάνω την ευθύνη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando el piloto perdió el sentido, el copiloto asumió el mando. Όταν ο καπετάνιος σκοτώθηκε, ο υποπλοίαρχος ανέλαβε την ευθύνη για το πλοίο. |
παίρνω το τρένοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έρχομαι ξαφνικά/απότομαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me tomó de sorpresa que Miguel haya renunciado de un día para otro. |
βρίσκω,αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando recibí mi herencia pasé a ser dueño de muchas monedas extrañas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tomar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tomar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.