Τι σημαίνει το scraps στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scraps στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scraps στο Αγγλικά.
Η λέξη scraps στο Αγγλικά σημαίνει κομμάτι, κομματάκι, παλιοσίδερα, υπολείμματα, καβγάς, τσακωμός, άχρηστος, αχρησιμοποίητος, παλαιών σιδερικών, αποφάγια, τσακώνομαι, καβγαδίζω, πετάω, πετώ, αποσύρω, καταλήγω στα παλιοσίδερα, μάντρα, παλιοσίδερο, πωλητής παλιοσίδερων, παλιοσίδερο, παλιόχαρτο, υπολειμματική αξία, κατάλοιπα ξύλου, υπολείµµατα ξύλου, μάντρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scraps
κομμάτι, κομματάκιnoun (small piece of [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The mechanic used a scrap from an old shirt to wipe away the oil. Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κομμάτι ύφασμα από ένα παλιό πουκάμισο για να σκουπίσει τα λάδια. |
παλιοσίδεραnoun (uncountable (discarded parts) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ellen's car isn't worth repairing, so she's going to sell the parts for scrap. Δεν αξίζει να γίνει επισκευή στο αυτοκίνητο της Έλεν, γι' αυτό θα πουλήσει τα εξαρτήματα για παλιοσίδερα. |
υπολείμματαnoun (uncountable (waste material) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The scrap from the factory was collected once a month and taken away for reprocessing. Τα υπολείμματα από το εργοστάσιο συλλέγονταν μια φορά τον μήνα και στέλνονταν για επανεπεξεργασία. |
καβγάς, τσακωμόςnoun (informal (quarrel, fight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Neil got into a scrap after school. |
άχρηστος, αχρησιμοποίητοςnoun as adjective (waste, leftover) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Two men in a van were visiting houses in the neighbourhood asking if anyone had any scrap materials they wanted to sell. |
παλαιών σιδερικώνnoun as adjective (UK, sometimes as prefix (reprocessing discarded waste) (σε γενική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The scrap merchant was buying cars at the auction for his scrapyard. |
αποφάγιαplural noun (leftover food) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Edward noticed a stray dog outside; it looked hungry, so he gave it some scraps. |
τσακώνομαι, καβγαδίζωintransitive verb (informal (fight) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The teacher caught Neil and Tim scrapping. |
πετάω, πετώtransitive verb (figurative, informal (plan: abandon) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This idea is never going to work; let's scrap it and start again. |
αποσύρωtransitive verb (UK (junk: discard) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellen scrapped her car as it was too expensive to repair. |
καταλήγω στα παλιοσίδεραverbal expression (informal, figurative (be discarded) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μάντραnoun (junk yard) (το μέρος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After I wrecked my old car in a crash it was ready for the scrap heap. |
παλιοσίδεροnoun (discarded iron or other metal) (μετοφρικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All the steel in the building was made from recycled scrap iron. |
πωλητής παλιοσίδερωνnoun (dealer in discarded materials) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παλιοσίδεροnoun (discarded metal) (μετοφρικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They sold the scrap metal when they tore down the old building. |
παλιόχαρτοnoun (rough paper for scribbling on) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I save paper printed on one side to use as scrap paper. |
υπολειμματική αξίαnoun (what [sth] is worth for recycling or reuse) |
κατάλοιπα ξύλου, υπολείµµατα ξύλουnoun (pieces of discarded wood) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μάντραnoun (place selling salvaged metal) (μτφ: για παλιοσίδερα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scraps στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του scraps
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.