Τι σημαίνει το scramble στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scramble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scramble στο Αγγλικά.

Η λέξη scramble στο Αγγλικά σημαίνει κάνω ομελέτα, κρυπτογραφώ, κωδικοποιώ, σκαρφαλώνω, χιμάω, χιμώ, τρέχω να κάνω κτ, βιάζομαι να κάνω κτ, τρεχάλα, απογειώνομαι αμέσως, σηκώνω, αναμειγνύω, παιχνίδι αναγραμματισμού λέξεων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scramble

κάνω ομελέτα

transitive verb (eggs: whisk during cooking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina cracked the eggs into the pan and scrambled them.
Η Τίνα έσπασε τα αυγά, τα έριξε στο τηγάνι και έκανε ομελέτα.

κρυπτογραφώ, κωδικοποιώ

transitive verb (text: encrypt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter scrambled the text, in case the document was intercepted.
Ο Πίτερ κρυπτογράφησε (or: κωδικοποίησε) το κείμενο, σε περίπτωση που υπέκλεπταν το έγγραφο.

σκαρφαλώνω

intransitive verb (move using hands and feet) (σε ανηφόρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sam scrambled across the rocks.
Ο Σαμ σκαρφάλωσε στα βράχια.

χιμάω, χιμώ

intransitive verb (move rapidly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dog scrambled out of the door.
Το σκυλί όρμησε έξω από την πόρτα.

τρέχω να κάνω κτ, βιάζομαι να κάνω κτ

verbal expression (move hastily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Daisy saw the tree falling and scrambled to get out of the way.
Η Ντέιζι είδε το δέντρο να πέφτει και έτρεξε να απομακρυνθεί.

τρεχάλα

noun (rapid movement) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When the bell rang, there was a scramble to get out of the classroom.

απογειώνομαι αμέσως

intransitive verb (launch fighter aircraft)

The pilots received a signal to scramble.

σηκώνω

transitive verb (fighter aircraft: launch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The military scrambled three fighter jets to deal with the possible terrorist threat.

αναμειγνύω

phrasal verb, transitive, separable (mix up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παιχνίδι αναγραμματισμού λέξεων

noun (anagram game)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scramble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.