Τι σημαίνει το péché στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης péché στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του péché στο Γαλλικά.
Η λέξη péché στο Γαλλικά σημαίνει ροδακινιά, αμαρταίνω, αμαρτάνω, ψαρεύω, ψαρεύω, αμαρτάνω, ψαρεύω, ροδακινιά, πιάνω, αμαρτάνω, αμαρταίνω, ψαρεύω, αμαρτάνω, αμαρτία, ψάρεμα, ροδάκινο, αλιεία, ροδακινής, go fish, ψάρεμα, αλιεία, περιοδική αλιεία, αμαρτία, χαστούκι, ροδακινί, ψαρεύω με τράτα, ψαρεύω με πετονιά, βουτάω για αχιβάδες, ψαρεύω, πιάνω καβούρια, μαζεύω καβούρια, παραβιάζω, ψάχνω κτ για κτ, ψαρεύω γαρίδες, άνθος ροδακινιάς, ψαρεύω με βαρίδι, ψαρεύω με γρι γρι, ψαρεύω χελώνες, βγαίνω, καμακώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης péché
ροδακινιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμαρταίνω, αμαρτάνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) William avait péché et a demandé pardon à son prêtre. Ο Γουίλιαμ αμάρτησε και ζήτησε συγχώρεση από τον ιερέα. |
ψαρεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pêche la truite. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αλιεύει σφουγγάρια. |
ψαρεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais à la rivière tous les dimanches pour pêcher. Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω. |
αμαρτάνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu pèches et te repens, tu seras pardonné. |
ψαρεύωverbe transitif (familier : une excuse) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα δω αν μπορώ να ψαρέψω καμιά ιδέα για το επόμενο άρθρο μου. |
ροδακινιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Margaret a planté un pêcher dans son jardin pour avoir des pêches tout l'été. Η Μάργκαρετ φύτεψε μια ροδακινιά στον κήπο της και έτσι θα μπορεί να απολαμβάνει ροδάκινα όλο το καλοκαίρι. |
πιάνωverbe transitif (ψάρεμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pêché cinq poissons pendant notre sortie en mer. Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας. |
αμαρτάνω, αμαρταίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψαρεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αμαρτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αν αμαρτήσεις, θα πρέπει να εξομολογηθείς και να ζητήσεις συγχώρεση. |
αμαρτίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jessica est allée à l'église confesser ses péchés. Η Τζέσικα πήγε στην εκκλησία για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες (or: τα αμαρτήματά) της. |
ψάρεμαnom féminin (sport) (ψυχαχωγία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'aime la pêche. C'est vraiment relaxant. Μ' αρέσει το ψάρεμα. Είναι τόσο χαλαρωτικό. |
ροδάκινοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les pêches mûres sont juteuses. Τα ώριμα ροδάκινα είναι ζουμερά. |
αλιείαnom féminin (activité) (επάγγελμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pêche est une industrie importante ici. Η αλιεία είναι σημαντικός τομέας της οικονομίας εδώ. |
ροδακινήςadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Olivia porte un ensemble pêche. Η Ολίβια φορά ένα ροδακινί κουστούμι. |
go fishnom féminin (jeu de cartes) (παιχνίδι με τράπουλα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ψάρεμαnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle nous embêtait avec sa constante pêche aux informations. |
αλιείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pêche est l'une des principales industries de ce pays. |
περιοδική αλιείαnom féminin (διαδικασία ιχθυοτροφίας) |
αμαρτία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La femme a supplié le prêtre de lui pardonner ses offenses (or: péchés). |
χαστούκι(familier) (με την παλάμη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ροδακινί
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Αυτή η μπλούζα βγαίνει σε ροδακινί; |
ψαρεύω με τράταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les pêcheurs pêchent au chalut tard ce soir parce qu'une tempête est annoncée pour demain. |
ψαρεύω με πετονιάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βουτάω για αχιβάδες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce tronçon sur la côte est idéal pour ramasser des palourdes (or: ramasser des clams). Αυτό το μέρος της ακτής είναι το καλύτερο για να μαζέψεις αχιβάδες. |
ψαρεύωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les pêcheurs ont pêché le maquereau à la traîne, mais ils n'en ont pas pris beaucoup. Οι ψαράδες ψάρευαν σκουμπριά, αλλά δεν έπιασαν πολλά. |
πιάνω καβούρια, μαζεύω καβούριαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous sommes allés pêcher des crabes et en avons attrapé deux petits. Πήγαμε να μαζέψουμε καβούρια και πιάσαμε δυο μικρά. |
παραβιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous avez péché contre les règles de l'Église. |
ψάχνω κτ για κτverbe transitif Nous avons pêché à la traîne dans la rivière pour attraper des perches. Ψάξαμε το ποτάμι για πέρκες. |
ψαρεύω γαρίδες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les pêcheurs étaient allés pêcher des crevettes. Οι ψαράδες ψάρευαν γαρίδες. |
άνθος ροδακινιάςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψαρεύω με βαρίδιlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter a pêché à la ligne à main pendant une heure avant de passer à la pêche à la mouche parce qu'il n'avait pas pris de poissons. |
ψαρεύω με γρι γρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψαρεύω χελώνεςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνωverbe transitif (Pêche : avec un filet) (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les pêcheurs pêchent les moules à la drague quand la marée le permet. |
καμακώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brad a pêché un poisson à la ligne dans l'étang. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του péché στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του péché
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.