Τι σημαίνει το folle στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης folle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του folle στο Γαλλικά.

Η λέξη folle στο Γαλλικά σημαίνει τρελή, παλαβή, τρελός, παλαβός, μανιασμένος, ξέφρενος, τρελαμένος, τρελούτσικος, τρελός, ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, άστατος, τρελός, έντονος, ανισόρροπος, τρελός, τρελός, παλαβός, τρελός, κόλαση, αδερφή, που συχνάζει σε κτ, τρελός, τρελός, διαταραγμένος, τρελός, παλαβός, τρελός, παλαβός, τρελός, τρελάρας, τρελός, ενθουσιασμένος, νευρικός, μανιακός, φρενοβλαβής, τρελός, τρελός, ανισόρροπος, τρελός, τρελός, παλαβός, τρελάρας, τρελαίνομαι, τρελός, τρελός, τρελός, παλαβός, παρανοϊκός, μάταιος, τρέλα, έξω φρενών, τρέλα, τρελός, μανιώδης, τρελός, τρελός, παλάβρας, τρελός, παλαβός, χαζός, ανόητος, ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος, τρελός, παλαβός, τρελάρας, τρελέγκω, που έχει διανοητική διαταραχή, μουρλός, τρελός, μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός, αξιωματικός, ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβής, γελωτοποιός, υπέρβαση, μανιακός, ξετρελαμένος, τρελαμένος, τρελός, πανευτυχής, λαχτάρα, επιθυμία, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, είμαι ερωτευμένος με κτ, αταξία, αναστάτωση, αποδιοργάνωση, σύγχυση, θυμωμένος, αλλόφρονας, τρελός, έξαλλος, πανευτυχής, καταχαρούμενος, εκστασιασμένος, εκστατικός, οργισμένος, εξοργισμένος, παλάβρας, εξαγριωμένος, τρελός, παλαβός, παράφρονας, βυθισμένος στο πένθος, ξετρελαμένος, έτοιμος να τραβήξει όπλο, τρελός για κπ, παλαβός για κπ, τρελαίνομαι για κπ/κτ, σε έκσταση,παραφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης folle

τρελή, παλαβή

nom féminin

τρελός, παλαβός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelque chose de dingue m'est arrivé en me rendant au travail ce matin.

μανιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξέφρενος, τρελαμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens des pays développés vivent à une allure frénétique.

τρελούτσικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος

(familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άστατος

(vent,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο έντονος ρυθμός του τελευταίου μέρους της συμφωνίας ήταν εξαιρετικός.

ανισόρροπος, τρελός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon oncle fou fait des grimaces très étranges à ses enfants.

τρελός, παλαβός

(pas sain d'esprit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu es dément de penser que tu peux vivre dans cet horrible appartement !

τρελός

(familier) (μτφ, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
T'es dingue ! Ne rentre pas là-dedans !
Δεν πας καλά! Μην μπεις εκεί μέσα!

κόλαση

(figuré, familier : bazar, problème,...) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma famille a passé une sacrée année.
Η οικογένειά μου πέρασε πολύ δύσκολα τον περασμένο χρόνο.

αδερφή

(μτφ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Joe a dansé avec les travestis dans la discothèque.

που συχνάζει σε κτ

(figuré : de bibliothèque)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y avait un fou dans le métro ce matin.
Ήταν ένας τρελός άντρας σήμερα στο μετρό.

τρελός

(καθομ, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kara est devenue folle après l'épreuve qu'elle avait traversée et a été internée pendant plus d'un an.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το δικαστήριο έκρινε πως ο δράστης ήταν παράφρων και τον έκλεισαν σε ίδρυμα.

διαταραγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Un homme fou est sorti des décombres.

τρελός, παλαβός

adjectif (dérangé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'inconnu avait un regard fou sur le visage quand il criait « Arrière ! »

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, τρελάρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mais qu'est-ce que tu fais ?! Tu es fou ou quoi ?!

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενθουσιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

νευρικός

adjectif (à rester enfermé) (λόγω εγκλεισμού)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μανιακός, φρενοβλαβής

(τρελός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faudrait être fou pour prendre le volant par un temps pareil.
Μόνο ένας φρενοβλαβής θα επιχειρούσε να οδηγήσει με αυτές τις συνθήκες.

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma mère pense que le parachutisme, c'est complètement fou !
Η μητέρα μου λέει πως είναι σκέτη τρέλα (or: ανοησία) να κάνεις ελεύθερη πτώση.

τρελός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan Croyait que son frère était fou parce qu'il aimait pratiquer des sports incroyablement dangereux.
Ο Νταν θεωρούσε πως ο αδελφός του ήταν τρελός γιατί του άρεσαν τα απίστευτα επικίνδυνα σπορ.

ανισόρροπος, τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne monterais pas avec elle ; c'est une folle du volant.

τρελάρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρελαίνομαι

adjectif (de rage, d'inquiétude,...) (μεταφορικά: από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma mère était folle d'inquiétude lorsque je l'ai laissée sans nouvelles.

τρελός

adjectif (peut être péjoratif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il était fou et on a dû l'envoyer à l'hôpital psychiatrique.
Ήταν φρενοβλαβής και έπρεπε να μπει στο ψυχιατρείο.

τρελός

adjectif (idée,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle a eu l'idée folle d'aller faire du base jumping pour son enterrement de vie de garçon.
Ο Κάιλ είχε την τρελή ιδέα να πάει να κάνει base jumping για το εργένικο πάρτυ του.

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a imaginé un projet fou d'hôtel dans le désert.

παρανοϊκός

adjectif (figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen a eu un fou rire et est sortie en courant.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το παρανοϊκό γέλιο της πρωταγωνίστριας τρόμαξε μερικούς θεατές.

μάταιος

adjectif (espoir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary a l'espoir fou de voir son roman publié.

τρέλα

(μτφ, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu serais fou de démissionner maintenant.
Θα ήταν τρέλα (or: τρελό) εκ μέρους σου να υποβάλεις τώρα την παραίτησή σου.

έξω φρενών

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Faire la queue, ça me rend fou !
Η αναμονή στην ουρά μου σπάει τα νεύρα (or: μου τη δίνει).

τρέλα

(μτφ, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'est fou de se dire que dans deux jours, nous serons de l'autre côté du globe.
Είναι τρελό (or: τρέλα) να σκέφτεσαι ότι σε δύο μέρες θα βρισκόμαστε στην άλλη άκρη του κόσμου.

τρελός, μανιώδης

adjectif (μτφ, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle s'est lancée dans une course folle (or: frénétique) vers la sortie quand le feu a démarré.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά από μανιώδεις προσπάθειες κατάφερε να βγει από τη βάρκα που είχε αρχίσει να βυθίζεται.

τρελός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu dois vraiment être fou pour penser que ça va fonctionner !
Πρέπει να είστε τρελοί που νομίζετε πως αυτό θα πιάσει!

τρελός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παλάβρας

adjectif (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρελός, παλαβός

(familier) (μτφ, ανεπ: παράλογος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme politique émit la folle idée de réinsérer les criminels en leur apprenant à jouer de l'accordéon.

χαζός, ανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τρελός, παλαβός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Graham doit être cinglé (or: toqué, or: timbré) de sortir sous cette pluie sans parapluie !

τρελάρας, τρελέγκω

(familier) (καθομιλουμένη: μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

που έχει διανοητική διαταραχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουρλός

(familier) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George est dingue de penser que les gens vont suivre son plan loufoque.
Ο Τζορτζ είναι μουρλός, εάν νομίζει ότι ο κόσμος θα συμφωνήσει με το παράτολμο σχέδιό του.

τρελός

nom masculin (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne monte par sur la moto de Justin : c'est un fou.

μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός

adjectif (figuré : succès) (επιτυχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιωματικός

nom masculin (Échecs) (σκάκι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il manque un fou dans notre jeu d'échecs
Λείπει ένας αξιωματικός από το σκάκι μας.

ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβής

nom masculin (αρχαϊκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
On donna un traitement au fou pour le guérir.

γελωτοποιός

(Histoire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le bouffon divertissait le roi avec ses blagues.
Ο γελωτοποιός διασκέδασε τον βασιλιά με τα αστεία του.

υπέρβαση

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il eut un élan fou en nous demandant d'aller manger.
Έκανε πραγματική υπέρβαση όταν μου πρότεινε να βγούμε για φαγητό.

μανιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξετρελαμένος, τρελαμένος

(amoureux) (με κάποιον/κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Becca est complètement folle du nouveau au boulot.
Η Μπέκα είναι απόλυτα τρελαμένη με τον νέο συνάδελφό της.

τρελός

adjectif (familier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πανευτυχής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La naissance de son fils a rendue Rachael folle de joie.

λαχτάρα, επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le désir de vacances que Jane avait grandissait chaque jour.
Η λαχτάρα της Τζέιν για διακοπές μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.

σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια

(encéphalopathie bovine spongiforme)

είμαι ερωτευμένος με κτ

(μεταφορικά, ενίοτε ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il adore s'écouter parler.

αταξία, αναστάτωση, αποδιοργάνωση, σύγχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η συνεχής γκρίνια σου με οδηγεί σε σύγχυση.

θυμωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il était furieux (or: fou furieux) quand il a appris qu'elle avait cassé la chaise.

αλλόφρονας, τρελός, έξαλλος

adjectif (εκτός εαυτού)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un conducteur fou furieux a enfoncé sa voiture dans la devanture du magasin.
Ένας αλλόφρονας (or: τρελός) οδηγός όρμηξε με το αμάξι στην βιτρίνα ενός καταστήματος.

πανευτυχής, καταχαρούμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quand j'ai eu les résultats d'examen, j'ai été fou de joie.
Όταν πήρα τα αποτελέσματα των εξετάσεων, ήμουν πανευτυχής.

εκστασιασμένος, εκστατικός

(χαρούμενος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle était folle de joie d'apprendre qu'elle allait bientôt être grand-mère.

οργισμένος, εξοργισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La professeure a été folle de rage en découvrant que plusieurs élèves trichaient à l'examen.

παλάβρας

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu serais fou à lier d'entrer dans la jungle sans guide.

εξαγριωμένος

locution adjectivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τρελός, παλαβός, παράφρονας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il parle tout seul et gesticule frénétiquement : le pauvre homme semble être fou à lier.

βυθισμένος στο πένθος

locution adjectivale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle était folle de chagrin quand son fiancé l'a quittée.

ξετρελαμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

έτοιμος να τραβήξει όπλο

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τρελός για κπ, παλαβός για κπ

(μεταφορικά, καθομ)

Je ne sais pas ce qu'elle lui trouve, mais elle est folle de lui.

τρελαίνομαι για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je suis folle de ce chanteur : j'ai tous ses CD et je suis présidente de son fan club.

σε έκσταση,παραφορά

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle est folle de joie parce que son chanteur préféré est en concert dans sa ville.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του folle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του folle

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.