Τι σημαίνει το feliz στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης feliz στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feliz στο πορτογαλικά.
Η λέξη feliz στο πορτογαλικά σημαίνει χαρούμενος, ευτυχής, ευτυχισμένος, χαρούμενος, ικανοποιημένος με κτ, ευχαριστημένος με κτ, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος, τυχερός, ευτυχής, μακάριος, ευτυχής, χαρούμενος, ευτυχισμένος, χαρούμενος, χαρωπός, χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι, χαρούμενος, χαρωπός, ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ, διασκεδάζω, χαρούμενος, ενθουσιάζομαι, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, καλά Χριστούγεννα, καλά Χριστούγεννα, Χρόνια πολλά!, Ευτυχισμένο Χαλοουίν!, Χρόνια πολλά!, ευτυχής κατάληξη, καλή χρονιά, ζω άνετα, ευχαριστώ, ικανοποιώ, τέλος καλό όλα καλά, Καλή Χρονιά!, Καλή Χρονιά!, χάρμα οφθαλμών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης feliz
χαρούμενοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Acredito que nunca serei feliz nesta vida. Η Μάρα είναι χαρούμενο άτομο και χαμογελά συχνά. |
ευτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Feliz é o homem que não deseja nada. |
ευτυχισμένοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu estava feliz no verão passado quando nós estávamos namorando. Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε. |
χαρούμενοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estou feliz porque vieste. Χαίρομαι που ήρθες. |
ικανοποιημένος με κτadjetivo Estou satisfeito com seu trabalho até agora. |
ευχαριστημένος με κτadjetivo Emily não estava nem um pouco feliz com as mudanças no trabalho. |
χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαροςadjetivo (alegre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jana sempre está feliz. Η Τζεν έχει πάντα πρόσχαρη διάθεση. |
τυχερόςadjetivo (situação) (κατάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) É feliz que ela tenha outros familiares para ajudá-la. Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν. |
ευτυχής(χαρά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μακάριος, ευτυχήςadjetivo (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eles foram felizes nos primeiros meses do casamento. Ήταν μακάριοι (or: ευτυχείς) για λίγους μήνες στην αρχή του γάμου τους. |
χαρούμενος, ευτυχισμένοςadjetivo (ocasião) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken desejou a todos um feliz Natal e foi para casa. Ο Κεν ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα και πήγε σπίτι. |
χαρούμενος, χαρωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fiona geralmente está alegre de manhã. Η Φιόνα είναι συνήθως χαρούμενη (or: ευδιάθετη) το πρωί. |
χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Edward ficou encantado de ver sua velha amiga. Estou totalmente encantado com o presente que você me deu. Είμαι ενθουσιασμένος με το δώρο που μου πήρες. |
χαρούμενος, χαρωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Os passarinhos alegres cantavam nas árvores. Τα χαρωπά πουλιά τραγουδούσαν στα δέντρα. |
ξετρελαμένος με κτ, ξεμυαλισμένος με κτ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu estou contente com meu novo carro! Είμαι ξετρελαμένος με το καινούργιο μου αυτοκίνητο. |
διασκεδάζωadjetivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαρούμενοςadjetivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Χαρούμενα τραγούδια ακούγονταν από το πάρτι στο διπλανό σπίτι. |
ενθουσιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cachorro se anima quando é hora do passeio. |
κατευχαριστημένος, ικανοποιημένοςlocução adjetiva (extremamente satisfeito) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cinderela casou com o Príncipe Encantado e eles viveram felizes para sempre. Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. |
καλά Χριστούγενναinterjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλά Χριστούγενναinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Χρόνια πολλά!interjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Feliz aniversário (or: Parabéns), Carlos! Estou ansioso pela sua festa na sexta-feira. |
Ευτυχισμένο Χαλοουίν!(cumprimento de 31 de Outubro) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χρόνια πολλά!interjeição (EUA, cumprimento de 4 de Julho) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευτυχής κατάληξη(história: resultado positivo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Στη μαμά μου αρέσουν οι ταινίες με ευτυχή κατάληξη. Δεν υπάρχει ευτυχής κατάληξη όταν μιλάμε για πόλεμο. |
καλή χρονιάexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά. |
ζω άνετα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευχαριστώ, ικανοποιώexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τέλος καλό όλα καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O gato perdido foi encontrado no sótão e a família viveu feliz para sempre. |
Καλή Χρονιά!interjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλή Χρονιά!interjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάρμα οφθαλμώνexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feliz στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του feliz
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.