Τι σημαίνει το informar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης informar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του informar στο πορτογαλικά.
Η λέξη informar στο πορτογαλικά σημαίνει ενημερώνω, πληροφορώ, ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώ, ενημερώνω, καρφώνω, ενημερώνω, πληροφορώ κπ για κτ, καρφώνω, δίνω, διαφωτίζω, ενημερώνω κπ για κτ, προειδοποιώ, καρφώνω, πληροφορώ, μεταδίδω, εκπέμπω, ειδοποιώ, ενημερώνω, καταγράφω, γνωστοποιώ κτ σε κπ, ειδοποιώ κπ για κτ, ενημερώνω κπ για κτ, διαφωτίζω, ενημερώνω, ενημερώνω, πληροφορώ, αναφέρω, ρωτάω, ρωτώ, καταδίδω, παίρνω νομική βοήθεια, προετοιμάζομαι, ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ, παρακαλώ βοηθήστε, παραπληροφορώ, δέχομαι συμβουλές, ανακοινώνω κτ τηλεφωνικά, μαθαίνω για κτ/κπ, παρουσιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης informar
ενημερώνω, πληροφορώverbo transitivo (contar, revelar) (κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lamentamos informar que sua conta foi suspensa. Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί. |
ενημερώνω, πληροφορώ, ειδοποιώverbo transitivo (κάποιον για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Como oficial de polícia mais antigo, eu precisava informar os pais da morte do filho deles. Ως υψηλόβαθμος αστυνομικός, έπρεπε να ενημερώσω τους γονείς για τον θάνατο του γιου τους. |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καρφώνωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ενημέρωσέ με, σε παρακαλώ, πότε θα πας στην αγορά, για να στείλω τον αδερφό μου να σε βοηθήσει. |
πληροφορώ κπ για κτ
|
καρφώνω, δίνω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν τους καρφώσεις και το μάθουν, θα σε σκοτώσουν. |
διαφωτίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενημερώνω κπ για κτverbo transitivo (informar, esclarecer) O médico nos informou sobre os riscos dos antibióticos. Ο γιατρός μας ενημέρωσε για τους κινδύνους των αντιβιοτικών. |
προειδοποιώ(dar aviso antecipado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καρφώνωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πληροφορώ(informar ou alertar alguém) (μυστική και εμπιστευτική πληροφορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταδίδω, εκπέμπω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A velha estação de rádio não está mais transmitindo. Ο παλιός ραδιοφωνικός σταθμός δεν εκπέμπει πια. |
ειδοποιώ, ενημερώνω(κπ ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O chefe da Amélia a notificou que estava apta a um aumento. Το αφεντικό της Έιμι την ενημέρωσε πως πληρούσε τα κριτήρια για μια αύξηση. |
καταγράφωverbo transitivo (registrar em detalhe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι εξερευνητές της περιοχής έκαναν ιστορική καταγραφή των ευρημάτων τους. |
γνωστοποιώ κτ σε κπverbo transitivo |
ειδοποιώ κπ για κτ, ενημερώνω κπ για κτ
|
διαφωτίζω, ενημερώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενημερώνω, πληροφορώverbo transitivo (informar a alguém) (κπ ότι/πως, κπ για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela informou tudo que eles haviam decidido, então ele estava sabendo. |
ρωτάω, ρωτώ(κάπου ή σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para reservas de teatro, por favor, pergunte na recepção. Για κρατήσεις θεάτρου, παρακαλώ ρωτήστε στην υποδοχή. |
καταδίδωexpressão verbal (denunciar à polícia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linhas de denúncia permitem que as pessoas informem a respeito de traficantes anonimamente. |
παίρνω νομική βοήθεια(receber aviso legal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προετοιμάζομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψάχνω πληροφορίες για κτ/κπ, κάνω έρευνα σχετικά με κτ/κπ(pesquisar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρακαλώ βοηθήστεinterjeição (usado para pedir assistência) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
παραπληροφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δέχομαι συμβουλές(receber instruções) |
ανακοινώνω κτ τηλεφωνικάexpressão verbal |
μαθαίνω για κτ/κπverbo pronominal/reflexivo |
παρουσιάζωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του informar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του informar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.