Τι σημαίνει το extraordinario στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης extraordinario στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extraordinario στο ισπανικά.

Η λέξη extraordinario στο ισπανικά σημαίνει που ξεπερνά κτ, που υπερβαίνει κτ, εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ειδική έκδοση, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, εξαιρετικός, εκπληκτικός, εξαίσιος, θεσπέσιος, αξιόλογος, τεράστιος, πελώριος, γιγαντιαίος, below-the-line, εξαιρετικός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ασυνήθιστος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός, πάρα πολύς, εξαιρετικός, φοβερός, τρομερός, απίστευτος, απίθανος, έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκπληκτικός, απίστευτος, απίθανος, ασυνήθιστος, πληθυσμιακή έκρηξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης extraordinario

που ξεπερνά κτ, που υπερβαίνει κτ

adjetivo (δυνατότητες, προσδοκίες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rosa hizo un esfuerzo extraordinario por no llorar en el funeral de su marido delante de sus hijos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Ρέιτσελ ξεπέρασε τον εαυτό της για να καταφέρει να πάρει την υποτροφία.

εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός

adjetivo (καλό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El atleta dio un salto extraordinario.
Ο αθλητής έκανε ένα εξαιρετικό (or: εντυπωσιακό) άλμα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjetivo

El embajador extraordinario está al frente de la misión diplomática.

ειδική έκδοση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La noticia era tan especial que publicaron un extraordinario.
Τα νέα ήταν τόσο ξεχωριστά που τύπωσαν ειδική έκδοση.

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John era un individuo extraño.

εξαιρετικός, εκπληκτικός, εξαίσιος, θεσπέσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alfonso es un bailarín extraordinario.

αξιόλογος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Emma trabaja a tiempo completo además de estudiar para su máster, es extraordinaria.
Η Έμμα εργάζεται με πλήρη απασχόληση και ταυτόχρονα μελετά για το μεταπτυχιακό της. Είναι σπουδαία (or: ξεχωριστή).

τεράστιος, πελώριος, γιγαντιαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

below-the-line

adjetivo

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εξαιρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fiona es una estudiante extraordinaria; esperamos que le vaya muy bien en los exámenes.

καταπληκτικός, εκπληκτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Qué idea extraordinaria! ¡Qué ingenioso!

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mesa era notable por el hecho de que una pata era más corta que la otra, y se bamboleaba.
Το τραπέζι ήταν ιδιαίτερο (or: ξεχωριστό) διότι το ένα πόδι του ήταν πιο κοντό από τα άλλα, με αποτέλεσμα να κουνιέται αρκετά.

ασυνήθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nieve en junio es inusual.
Το χιόνι τον Ιούνιο είναι ασυνίθιστο.

εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los niños estaban de acuerdo en que el número de trapecio del circo era lo más increíble que habían visto en sus vidas.
Τα παιδιά συμφώνησαν πως το ακροβατικό στην αέρια κούνια του τσίρκου ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό είχαν δει ποτέ.

πάρα πολύς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαιρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La interpretación del actor fue excepcional.

φοβερός, τρομερός, απίστευτος, απίθανος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una película estupenda. Deberías ir a verla.
Είναι φοβερή ταινία· να πας να τη δεις.

έξοχος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκπληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απίστευτος, απίθανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta vista es increíble, se puede ver por kilómetros.
Η θέα είναι απίστευτη (or: απίθανη). Μπορείς να δεις μίλια μακριά.

ασυνήθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este niño tiene un talento inusual para la música; deberías enviarle a una escuela especial.
Αυτό το παιδί έχει ξεχωριστό ταλέντο στη μουσική, θα έπρεπε να την πας σε ένα ειδικό σχολείο.

πληθυσμιακή έκρηξη

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Como mucha gente, estoy preocupado por el extraordinario aumento de la natalidad.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extraordinario στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.