Τι σημαίνει το effect στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης effect στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του effect στο Αγγλικά.
Η λέξη effect στο Αγγλικά σημαίνει συνέπεια, αποτέλεσμα, εμφάνιση, εφέ, υπάρχοντα, εντύπωση, φαινόμενο, επιφέρω, αίτιο και αποτέλεσμα, τίθεμαι σε ισχύ, επιθυμητό αποτέλεσμα, αποτρεπτικό αποτέλεσμα, επίδραση της διέδρου, αλυσιδωτές αντιδράσεις, μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματος, για να κερδίσω εντυπώσεις, για να τραβήξω την προσοχή, φαινόμενο του θερμοκηπίου, ημέρα της μαρμότας, έχω μεγάλη επίδραση, έχω σημαντική επίδραση, είμαι αποτελεσματικός, υπνωτική δράση, γοητεία που ασκεί κάτι, στην πραγματικότητα, ισχύω, παράπλευρη συνέπεια, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, επίδραση εικονικού φαρμάκου, επίδραση πλασίμπο, θέτω σε ισχύ, αλυσιδωτή αντίδραση, παρενέργεια, παράπλευρη απώλεια, ηχητικό εφέ, ειδικά εφέ, ενεργώ, λειτουργώ, επιδρώ, με αυτόν το σκοπό, αντίστοιχα, ανάλογα, αναλόγως, συνολική, γενική εντύπωση, με άμεση ισχύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης effect
συνέπειαnoun (consequence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Before you do anything, think about the possible effects of your actions. Πριν κάνεις κάτι, σκέψου τα πιθανά αποτελέσματα των πράξεών σου. |
αποτέλεσμαnoun (efficacy) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The government intervention had no effect. Η παρέμβαση της κυβέρνησης δεν είχε καμία επίδραση. |
εμφάνισηnoun (appearance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This make-up creates a lovely effect. Με αυτό το μέικ-απ πετυχαίνετε μια πολύ καλή εμφάνιση. |
εφέnoun (often plural (visual, audio device) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The band used some lighting effects in their show. Η μπάντα χρησιμοποίησε ορισμένα εφέ φωτισμού στο σόου. |
υπάρχονταplural noun (belongings) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He had very few personal effects. Είχε πολύ λίγα υπάρχοντα. |
εντύπωσηnoun (meaning) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The effect of his look was clear. He was very angry. Η εντύπωση που έδινε το βλέμμα του ήταν ξεκάθαρη. Ήταν πολύ θυμωμένος. |
φαινόμενοnoun (physics: phenomenon) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This paper discusses the production of mechanical effect. |
επιφέρωtransitive verb (bring about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The government effected change through its policy of taxation. Η κυβέρνηση επέφερε αλλαγές μέσω της φορολογικής της πολιτικής. |
αίτιο και αποτέλεσμαnoun (principle of causality) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The law of cause and effect (Karma) is an important principle in Buddhism. |
τίθεμαι σε ισχύverbal expression (become applicable, active) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The new law does not come into force until February of next year. |
επιθυμητό αποτέλεσμαnoun (intended result or impact) Wearing a scary mask on Halloween got the desired effect: everyone was scared. |
αποτρεπτικό αποτέλεσμαnoun (that deters) Despite what its supporters say, studies show that the deterrent effect of the death sentence is negligible. |
επίδραση της διέδρουnoun (rolling of an aircraft) (ζαργκόν: αεροπορία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλυσιδωτές αντιδράσειςnoun (chain of events) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The Tunisia Revolution triggered a domino effect in the region. |
μέγεθος της επίδρασης, μέγεθος του αποτελέσματοςnoun (statistics: ratio) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
για να κερδίσω εντυπώσεις, για να τραβήξω την προσοχήexpression (to make an extra impression) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φαινόμενο του θερμοκηπίουnoun (environment: global warming) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Temperatures are gradually rising globally due to the greenhouse effect. |
ημέρα της μαρμόταςnoun (repetitious routine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έχω μεγάλη επίδραση, έχω σημαντική επίδρασηverbal expression (make a big impact) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bright colors have a strong effect on mood. |
είμαι αποτελεσματικόςverbal expression (make an impact) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Advertising takes a lot of money to have an effect. |
υπνωτική δράσηnoun (power to put into a trance) Her perfume had a hypnotic effect on those around her. |
γοητεία που ασκεί κάτιnoun (figurative (power to mesmerize or entrance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην πραγματικότηταadverb (to all intents and purposes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Internet is, in effect, the most detailed archive of our times. Βασικά το ίντερνετ αποτελεί το πιο λεπτομερές αρχείο της εποχής μας. |
ισχύωverbal expression (be in operation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The new law has been in effect for a year now. |
παράπλευρη συνέπειαnoun (UK (indirect consequence) Inflation can be a knock-on effect of increased government spending. |
μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδρασηnoun (often plural (impact extending into the future) |
επίδραση εικονικού φαρμάκου, επίδραση πλασίμποnoun (literal (psychological benefit of ineffective drug) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He really believed the pills he was taking were working but it was just a placebo effect. |
θέτω σε ισχύverbal expression (law, rule: enforce) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The government should move immediately to put the law into effect. |
αλυσιδωτή αντίδρασηnoun (spread or influence of [sth]) (μεταφορικά: αρνητικές καταστάσεις) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) When one person applauds and everyone else joins in, that's the ripple effect at work. Όταν ένα άτομο χειροκροτεί και, στη συνέχεια, τον μιμούνται κι άλλοι, τότε μιλάμε για αλλεπάλληλα κύματα χειροκροτημάτων. |
παρενέργειαnoun (secondary effect: of drug) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Side effects of this drug may include nausea and a skin rash. Οι παρενέργειες αυτού του φαρμάκου ενδέχεται να περιλαμβάνουν ναυτία και εξανθήματα. |
παράπλευρη απώλειαnoun ([sth] incidental) (κάτι κακό) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Losing weight is a welcome side effect of fasting in Lent. Το αδυνάτισμα είναι μια ευπρόσδεκτη παρενέργεια του να νηστεύει κανείς τη Σαρακοστή. |
ηχητικό εφέnoun (often plural (noises reproduced artificially) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A good action movie needs excellent sound effects. Μια καλή ταινία δράσης χρειάζεται εξαιρετικά ηχητικά εφέ. |
ειδικά εφέnoun (usually plural (cinema, TV: visual created artificially) The film has lots of stunning special effects but no story. |
ενεργώ, λειτουργώ, επιδρώverbal expression (work, have an influence) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Within half an hour the tablets took effect and the pain disappeared. The poison quickly began to take effect. Μέσα σε μισή ώρα τα χάπια ενήργησαν (or: επέδρασαν) και ο πόνος εξαφανίστηκε. Το δηλητήριο άρχισε να ενεργεί γρήγορα . |
με αυτόν το σκοπόadverb (for this purpose) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντίστοιχα, ανάλογα, αναλόγωςadverb (like this) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνολική, γενική εντύπωσηnoun (overall impact) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Individually the performances were nothing special, but taken together the total effect was stunning. |
με άμεση ισχύadverb (from this very moment) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του effect στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του effect
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.