Τι σημαίνει το effort στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης effort στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του effort στο Αγγλικά.

Η λέξη effort στο Αγγλικά σημαίνει προσπάθεια, προσπάθεια, προσπάθεια, μεγάλη προσπάθεια, συλλογική προσπάθεια, πολύς κόπος, φιλότιμη προσπάθεια, ανθρώπινη προσπάθεια, τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, το προσπαθώ, προσπαθώ, πνευματική προσπάθεια, έντονη συγκέντρωση, δεν αξίζει τον κόπο, κάνω τα πάντα, κάνω ότι μπορώ, ομαδική προσπάθεια, πολεμική προσπάθεια, με πολύ κόπο, με σκληρή δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης effort

προσπάθεια

noun (attempt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He made an effort at cleaning the kitchen, but it wasn't very clean afterwards.

προσπάθεια

noun (exertion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He hurt his back after so much effort cutting wood.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά από τόσο κόπο, όλα πήγαν χαμένα.

προσπάθεια

noun (achievement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This picture's a pretty good effort, considering it was done from memory.
Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εικόνα δημιουργήθηκε από μνήμης, θα λέγαμε ότι συνιστά αρκετά καλή προσπάθεια.

μεγάλη προσπάθεια

noun (a lot of work)

I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.

συλλογική προσπάθεια

noun (joint action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The success of the canned food drive was the result of a combined effort by the supermarket and the homeless shelter.

πολύς κόπος

noun (hard work, exertion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was a great effort for her to walk up the hill.

φιλότιμη προσπάθεια

noun (sincere attempt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They made a great effort to move the heavy rock, but did not succeed.

ανθρώπινη προσπάθεια

noun (work done by people)

τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια

noun (desperate final attempt)

καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια

verbal expression (try very hard, be unusually conscientious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have to make a special effort to get along with my co-worker. It's your mum's birthday so please make a special effort to behave.

το προσπαθώ

verbal expression (try hard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You could give up smoking if you just made an effort. Let's all make an effort to get along.
Ας κάνουμε όλοι μια προσπάθεια για να τα πάμε καλά.

προσπαθώ

verbal expression (try)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't manage to finish, but at least I made the effort.

πνευματική προσπάθεια, έντονη συγκέντρωση

noun (intense concentration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She made a concerted mental effort to remember all the details.

δεν αξίζει τον κόπο

verbal expression (be a waste of time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τα πάντα, κάνω ότι μπορώ

verbal expression (do all you can)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please spare no effort to find my sister's killer.

ομαδική προσπάθεια

noun (cooperation, [sth] achieved jointly)

πολεμική προσπάθεια

noun (work done for one's country during war)

με πολύ κόπο

adverb (by hard work)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She was able to complete her degree with effort.

με σκληρή δουλειά

adverb (by hard work)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
With much effort, he was able to reach the top of the mountain.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του effort στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του effort

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.