Τι σημαίνει το dried στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dried στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dried στο Αγγλικά.
Η λέξη dried στο Αγγλικά σημαίνει αποξηραμένος, στεγνός, ξερός, στεγνώνω, στεγνώνω, ξερός, άνυδρος, έχει ξηρασία, ξηρός, απαγορεύεται το αλκοόλ, διψάω, διψώ, ξερός, βαρετός, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, στεγνωμένος με πιστολάκι, που έχει ήδη ξεκαθαριστεί, αποξηραμένα φρούτα, αποξηραμένος, λυοφιλιομένος, λυοφιλιωμένος, λιαστός, λιαστή ντομάτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dried
αποξηραμένοςadjective (food) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dried fruit makes a good snack. Τα αποξηραμένα φρούτα είναι ένα καλό σνακ. |
στεγνόςadjective (not wet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The chair was dry because it was not in the rain. Η καρέκλα ήταν στεγνή, μια και δεν την έπιασε η βροχή. |
ξερόςadjective (food: lacking moisture) (τροφή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The crackers were dry. Τα μπισκότα ήταν ξερά. |
στεγνώνωtransitive verb (make dry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He dried the dishes with a towel. Στέγνωσε τα πιάτα με μια πετσέτα. |
στεγνώνωintransitive verb (become dry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The clothes dried in the sun. Τα ρούχα στέγνωσαν στον ήλιο. |
ξερός, άνυδροςadjective (land, climate: arid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many parts of Spain are dry like the desert. |
έχει ξηρασίαadjective (weather: no rain) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) It has been dry around here for the last couple of months. |
ξηρόςadjective (wine: not sweet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She doesn't like dry wine. It isn't sweet enough for her. |
απαγορεύεται το αλκοόλadjective (figurative (place, event: no alcohol) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some counties in Louisiana are dry counties. Σε ορισμένες κομητείες της Λουιζιάνα απαγορεύεται το αλκοόλ. |
διψάω, διψώadjective (thirsty) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After walking all day, I was a little dry. |
ξερόςadjective (figurative (humour: ironic) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Not everyone understands his dry humour. |
βαρετόςadjective (figurative (boring) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The man I went out with was a little dry. |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέραadjective (dried by exposure to air) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στεγνωμένος με πιστολάκιadjective (dried using hairdryer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει ήδη ξεκαθαριστείadjective (figurative (already decided or prepared) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The suspect offered the police a cut-and-dried explanation of his activity on the night of the crime. Ο ύποπτος έδωσε στην αστυνομία μια εξήγηση που είχε προετοιμάσει από πριν για τις δραστηριότητές του τη νύχτα του εγκλήματος. |
αποξηραμένα φρούταnoun (food: preserved by dehydration) |
αποξηραμένοςadjective (desiccated, shriveled) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) A raisin is a dried-up grape. They capped the dried-up oil well so no one will fall in. Οι σταφίδες είναι αποξηραμένα σταφύλια. |
λυοφιλιομένος, λυοφιλιωμένοςadjective (food: dried by freezing) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Freeze-dried fruit is a good snack. |
λιαστόςadjective (tomato, raisin: dried in the sun) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λιαστή ντομάταnoun (tomato dried in the sun) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dried στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του dried
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.