Τι σημαίνει το cuidado στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cuidado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuidado στο πορτογαλικά.
Η λέξη cuidado στο πορτογαλικά σημαίνει που τον περιποιούνται, προσοχή, φροντίδα, φροντίδα, περιποίηση, με φροντίζουν, προσοχή, προσοχή, φροντίδα, επίβλεψη, επιμέλεια, πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά, Eπίθεση!, φροντίδα, ανατροφή, προσοχή, προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή, επιφυλακτικότητα, προσπάθεια, φροντίδα, περιποίηση, στοργή, στοχαστικότητα, σκεπτικότητα, διαχείριση, το νου σου!, περιποιημένος, επιμελώς, Πρόσεχε!, πρόσεχε!, αυθόρμητα, Πρόσεχε!, προσεκτικά, κακοδιατηρημένος, Προσοχή Εύθραυστο!, πρόσεχε!, προσοχή στο κενό, μητρική φροντίδα, περιποίηση δέρματος, φροντίδα ηλικιωμένων, μονάδα εντατικής θεραπείας, εντατική, στοργή, τρυφερότητα, προσέχω, Πρόσεχε τι εύχεσαι., πιάνω κτ προσεκτικά, είμαι προσεκτικός, Πρόσεχε!, προσέχω, προσέχω, προσέχω, έχω το νου μου για κπ/κτ, εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά, αφαιρώ προσεκτικά, πρόσεχε!, προσέχω, προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά, προσέχω, προσοχή, πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ, φύλαξη παιδιών μετά το σχολείο, προσεγμένος, περιποιημένος, έχω το νου μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cuidado
που τον περιποιούνται
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσοχήsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Deve-se ter cuidado ao alimentar os animais. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Χειριστείτε με προσοχή. |
φροντίδαsubstantivo masculino (supervisão) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ele está doente e precisa de muitos cuidados. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήταν άρρωστος και δέχτηκε πολλή ιατρική φροντίδα. |
φροντίδα, περιποίησηsubstantivo masculino (manutenção) (συντήρηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Casas antigas parecem maravilhosas, mas precisam de muito cuidado. Τα παλιά σπίτια είναι πανέμορφα, αλλά χρειάζονται πολλή φροντίδα (or: περιποίηση). |
με φροντίζουν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenha extremo cuidado quando atravessar uma rua movimentada. Να δίνεις εξαιρετική προσοχή όταν διασχίζεις έναν πολυσύχναστο δρόμο. |
προσοχήsubstantivo masculino (atenção) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φροντίδα, επίβλεψηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιμέλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Cuidado - essa aranha pode ser venenosa! Πρόσεχε, αυτή η αράχνη μπορεί αν είναι δηλητηριώδης. |
Eπίθεση!
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φροντίδα, ανατροφήsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ursos macho não ajudam as fêmeas no cuidado dos filhotes. Οι αρσενικές αρκούδες δεν βοηθούν τα θηλυκά με το μεγάλωμα των μικρών τους. |
προσοχήsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσοχή(formal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιφυλακτικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As excelentes resenhas do meu livro recompensaram todas as dores que tive para pesquisar e escrever. |
φροντίδα, περιποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στοργήsubstantivo masculino (suporte afetivo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στοχαστικότητα, σκεπτικότηταsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαχείριση(lar) (σπιτιού, νοικοκυριού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ele cuidava das crianças e da administração da casa. Φρόντιζε τα παιδιά και το νοικοκυριό του σπιτιού. |
το νου σου!interjeição (informal: advertência, ameaça) |
περιποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Kate sempre estava arrumada e bem vestida. Η Κέιτ είναι πάντα περιποιημένη και καλοντυμένη. |
επιμελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Πρόσεχε!
Cuidado! Tem uma poça de gelo logo à frente. Πρόσεχε! Υπάρχει μια παγωμένη επιφάνεια μπροστά. |
πρόσεχε!interjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αυθόρμητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Πρόσεχε!interjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
προσεκτικά(informal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela tirou a jaqueta e a dobrou direitinho. Έβγαλε το σακάκι της και το δίπλωσε προσεκτικά. |
κακοδιατηρημένοςlocução adjetiva (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Προσοχή Εύθραυστο!expressão verbal (instruções em pacote de encomendas frágeis) |
πρόσεχε!interjeição Tenha cuidado! Você não sabe o que há por aí! Πρόσεχε! Δεν ξέρεις τι υπάρχει εκεί έξω. |
προσοχή στο κενό
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μητρική φροντίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιποίηση δέρματος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φροντίδα ηλικιωμένων
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μονάδα εντατικής θεραπείας, εντατική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στοργή, τρυφερότηταsubstantivo masculino (atenção carinhosa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσέχω(ter cuidado onde pisa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Πρόσεχε τι εύχεσαι.expressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω κτ προσεκτικάexpressão verbal |
είμαι προσεκτικόςlocução verbal (fig., ser cuidadoso ou gentil) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Είναι αρκετά ευαίσθητος μ' αυτό το θέμα, γι' αυτό να είσαι προσεκτικός. |
Πρόσεχε!expressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenha cuidado, um terremoto acabou de começar! Πρόσεχε, μόλις ξεκίνησε σεισμός! |
προσέχωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você tem que tomar cuidado ao atravessar uma rua movimentada durante a hora do rush. Πρέπει να προσέχεις όταν περνάς έναν πολυσύχναστο δρόμο σε ώρα αιχμής. |
προσέχωverbo transitivo (prestar atenção de perto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσέχω(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω το νου μου για κπ/κτ(selar por) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά
|
αφαιρώ προσεκτικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόσεχε!interjeição (informal: pedido de cuidado) |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά
Προχώρα προσεκτικά για να μην ενοχλήσεις τα ζώα. |
προσέχω(BRA) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tome cuidados com os vidros quebrados na calçada. Πρόσεχε τα σπασμένα γυαλιά στο πεζοδρόμιο. |
προσοχήsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tome cuidado com esse bolo de casamento; você não vai querer derrubar isso! Πρόσεχε με τη γαμήλια τούρτα· δεν θα ήθελες να σου πέσει! |
φύλαξη παιδιών μετά το σχολείοsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσεγμένος, περιποιημένοςlocução adjetiva (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έχω το νου μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor, preste atenção quando estiver atravessando a estrada. Σε παρακαλώ πρόσεχε (or: έχε το νου σου) όταν περνάς το δρόμο. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuidado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του cuidado
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.