Τι σημαίνει το crap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crap στο Αγγλικά.

Η λέξη crap στο Αγγλικά σημαίνει σκατά, μαλακίες, μαλακίες, τα κάνω, σκατά, κραπς, craps, Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!, κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο, υποχωρώ, αθετώ υπόσχεση, αποτυγχάνω, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crap

σκατά

noun (vulgar, slang (feces) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The bathroom was filthy, with crap on the floor by the toilet.
Η τουαλέτα ήταν λερωμένη με σκατά στο πάτωμα δίπλα στη λεκάνη.

μαλακίες

noun (vulgar, slang (nonsense) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If he keeps talking crap, I'll just ignore him.
Αν συνεχίσει να λέει μαλακίες (or: παπαριές), απλώς θα τον αγνοήσω.

μαλακίες

noun (vulgar, slang (bad behavior) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I've had enough of his crap.
Αρκετά ανέχτηκα αυτές τις μαλακίες!

τα κάνω

intransitive verb (vulgar, slang (expel feces)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dog crapped on the carpet.
Το σκυλί τα έκανε πάνω στο χαλί.

σκατά

noun as adjective (UK, slang, vulgar (useless) (χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
It may be a crap explanation, but it's the official explanation.
Μπορεί να είναι σκατά εξήγηση, αλλά αυτή είναι η επίσημη εξήγηση.

κραπς, craps

noun (dice game) (παιχνίδι με ζάρια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
You use two dice to play craps
Για να παίξεις craps χρησιμοποιείς δυο ζάρια.

Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!

interjection (vulgar, slang (damn!) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh, crap! I forgot my keys.
Να πάρει! Ξέχασα τα κλειδιά μου.

κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο

verbal expression (slang, figurative, vulgar (beat physically) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He threatened to beat the crap out of me if I didn't pay him by the end of the week.

υποχωρώ

intransitive verb (US, slang (give up out of fear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αθετώ υπόσχεση

intransitive verb (US, slang (break a promise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kyle was supposed to be driving us to the party, but he crapped out.

αποτυγχάνω

intransitive verb (US, slang (fail at [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elsie tried to break the school record for running the 100 meters, but she crapped out.

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

interjection (slang, vulgar (expletive)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Holy crap! I can't believe you just said that!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.