Τι σημαίνει το cramped στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cramped στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cramped στο Αγγλικά.

Η λέξη cramped στο Αγγλικά σημαίνει στριμωγμένος, γεμάτος, που έπαθε κράμπα, κολλημένος, στριμωγμένος, κράμπα, παθαίνω κράμπα, πόνοι περιόδου, περιορίζω, είμαι στριμωγμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cramped

στριμωγμένος

adjective (room, conditions: no space)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Six students live in one cramped room.
Έξι φοιτητές ζουν σε ένα στριμωγμένο δωμάτιο.

γεμάτος

adjective (figurative (schedule: busy) (μτφ: πρόγραμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My dentist has a cramped schedule, so he can't see me until tomorrow.
Ο οδοντίατρός μου έχει γεμάτο πρόγραμμα και έτσι δε μπορεί να με δει μέχρι αύριο.

που έπαθε κράμπα

adjective (muscle: in spasm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Phil had to drop out of the race because of a cramped leg.
Ο Φιλ αναγκάστηκε να σταματήσει τον αγώνα εξαιτίας του ποδιού του που έπαθε κράμπα.

κολλημένος, στριμωγμένος

adjective (figurative (writing: not clear) (μεταφορικά: γράμματα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tim is the only person who can read Grandpa's cramped handwriting.

κράμπα

noun (muscle contraction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don got a cramp and had to stop swimming. Julie got cramp in her calf muscles while she was running.
Ο Ντον έπαθε κράμπα και αναγκάστηκε να σταματήσει να κολυμπά. Η Τζούλη έπαθε κράμπα στις γάμπες της ενώ έτρεχε.

παθαίνω κράμπα

intransitive verb (muscle: go into spasm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jesse's thigh muscles cramped in the middle of the race.
Οι μύες στους μηρούς της Τζες έπαθαν κράμπα στα μέσα του αγώνα.

πόνοι περιόδου

plural noun (informal, US (pain during menstruation)

Some people say that regular exercise will prevent cramps.

περιορίζω

transitive verb (figurative (restrict, hinder [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This author believes that government regulations cramp innovation.

είμαι στριμωγμένος

verbal expression (informal (have little space)

Our house is so full of junk that we are cramped for room.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cramped στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.