Τι σημαίνει το changer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης changer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του changer στο Γαλλικά.
Η λέξη changer στο Γαλλικά σημαίνει αλλάζω, αλλάζω, κάνω μετεπιβίβαση, αλλάζω, αλλάζω, μετατρέπω, κάνω ψιλά, κάνω λιανά, αλλάζω, αλλάζω, υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι, κάνω τη διαφορά, κάνω μια ευχάριστη αλλαγή, γυρίζω σελίδα, αλλάζω, αλλάζω, ανακαινίζω, αλλάζω, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω, αλλαγή παραστάσεων, διορθώνω, τροποποιώ, πηγαίνω πέρα δώθε, αλλάζω, καινούριος, διαφορετικός, αναθεωρώ, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ, αναδιαμορφώνω, ξαναεπενδύω, βελτιώνομαι, αλλάζω γνώμη, απολιθώνω, κουνιέμαι, καθοριστικός, μεταβλητού σχήματος, αλλαγή σκηνικού, αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή καριέρας, κτ/κπ που τα αλλάζει όλα, κτ/κπ που αλλάζει τα πάντα, αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνση, αλλάζω θέμα, αλλάζω γνώμη, αλλάζω κατεύθυνση, αλλάζω γνώμη, αλλάζω ταχύτητες, αποσπώ κπ από κτ, μεταρρυθμίζω, αλλάζω, συμμαζεύομαι, αλλάζω χέρια, αλλάζω, υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, αλλάζω στρατόπεδο, ανεβάζω ταχύτητα, παρουσιάζω κτ με νέα ταυτότητα, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, βάζω νέες χορδές σε κτ, αλλάζω, ανταλλάζω, αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτική, κοκκινίζω, αλλάζω ταχύτητα, αλλάζω πόστο, αλλάζω θέση, αλλάζω, δεν έχω καμία επίπτωση, αλλάζω θέση με κπ, το ξανασκέφτομαι, αλλάζω από χέρι σε χέρι, ορτσάρω, πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων, χλωμιάζω, παίρνω το μέρος άλλου, αντικαθιστώ, αλλάζω, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, μετακινούμαι, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, αλλάζω, κάνω νέα διανομή ρόλων, αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω στρατόπεδο, ανεβάζω ταχύτητα, ανακατεύω, αλλάζω, μονομερής πράξη, excuse-me, το άγγιγμα του Μίδα, μετατρέπομαι σε κτ, αλλάζω γνώμη, μετακινούμαι, αλλάζω γνώμη, μεταμορφώνομαι, αλλάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης changer
αλλάζωverbe transitif (μεταλλάσσομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À travers les âges, l'homme n'a absolument pas changé sa vraie nature. Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει καθόλου την αληθινή του φύση. |
αλλάζωverbe transitif (de l'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a changé des dollars en euros. Άλλαξε τα δολάρια με ευρώ. |
κάνω μετεπιβίβασηverbe intransitif (transport : correspondance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut que tu changes à la station Kings Cross. |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout le monde change en vieillissant. Audrey savait que quelque chose avait changé, mais elle ne savait pas quoi exactement. |
αλλάζω, μετατρέπωverbe transitif (devises) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je voudrais changer ces dollars contre des euros. |
κάνω ψιλά, κάνω λιανάverbe transitif (argent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu devrais changer tes billets contre de la monnaie. |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Changez les draps au moins une fois par semaine. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna souhaite changer (or: modifier) l'accord. Η Άννα θέλει να αλλάξει τη συμφωνία. |
υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand une femme arrive à la ménopause, son corps change de façon importante. |
κάνω τη διαφορά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qu'est-ce que ça change ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φανείτε γενναιόδωροι, παρακαλώ. Οι δωρεές σας θα κάνουν τη διαφορά. Η Τζόζι προσπαθεί να κάνει τη διαφορά κάνοντας εθελοντική εργασία. |
κάνω μια ευχάριστη αλλαγή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω σελίδα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le planning a changé suite à la soudaine tempête. Το πρόγραμμα της ημέρας άλλαξε ως αποτέλεσμα της ξαφνικής μπόρας. |
αλλάζω(une vitesse) (ταχύτητες στο αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le conducteur a changé de vitesse tandis que la voiture montait la colline. Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο. |
ανακαινίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont changé leur cuisine et maintenant, ils ont des plans de travail en granit. Ανακαίνισαν την κουζίνα τους και τώρα έχουν πάγκους από γρανίτη. |
αλλάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les feuilles ont changé. |
αλλάζω ταχύτηταverbe intransitif (de vitesse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lorsque le moteur tourne trop vite, tu devrais changer de vitesse. |
αλλάζωverbe transitif (d'avis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il changeait d'avis d'un jour sur l'autre. |
αλλαγή παραστάσεων(μεταφορικά: τοποθεσία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La bataille d'eau fut un changement apprécié après tout le travail fait dans le jardin. Το μπουγέλωμα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά τις δουλειές στον κήπο. |
διορθώνω(littéraire : un défaut, un abus...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τροποποιώ(un texte de loi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le représentant a modifié le règlement afin de pouvoir inclure les nouveaux résidents. |
πηγαίνω πέρα δώθε(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mariée aimerait modifier le plan de table. Η νύφη θα ήθελε να αλλάξει τη διάταξη των θέσεων. |
καινούριος, διαφορετικός(ασυνήθιστος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De l'ananas dans un sandwich au jambon ? Eh bien, c'est inhabituel. Ανανάς σε σάντουιτς με ζαμπόν; Να κάτι καινούριο (or: διαφορετικό). |
αναθεωρώverbe transitif (son opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Walter a revu (or: changé) son opinion du jeune homme après avoir entendu Mme Bradshaw chanter ses louanges. Ο Γουόλτερ άλλαξε τη γνώμη που είχε για τον νεαρό άντρα αφότου άκουσε την κυρία Μπράτσο να τον επαινεί. |
αλλάζω(Transports) (μέσο συγκοινωνίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrons prendre une correspondance à Northgate Station. |
αλλάζωverbe transitif indirect (ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois changer de vêtements. Πρέπει να αλλάξω ρούχα. |
αλλάζωverbe pronominal (βάζω άλλα ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fait froid dehors. Tu devrais te changer. |
αντικαθιστώ κτ με κτ
Avant de partir, n'oublie pas de changer tes vêtements d'hiver pour des plus légers. Μην ξεχάσεις να αντικαταστήσεις τα χειμωνιάτικα ρούχα σου με άλλα ελαφρά πριν αναχωρήσεις. |
αλλάζω κανάλια, κάνω ζάπινγκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alan passa tout l'après-midi devant la télé, à zapper de chaîne en chaîne. |
αναδιαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναεπενδύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sa vie s'est améliorée depuis qu'elle a emménagé ici. Η ζωή της έχει βελτιωθεί από τότε που μετακόμισε εδώ. |
αλλάζω γνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gouvernement a refusé de céder sur ce point. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω. |
απολιθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουνιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bébé n'a pas bougé de toute la nuit. |
καθοριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce volontariat en Amérique centrale a bouleversé ma vie (or: a changé ma vie). |
μεταβλητού σχήματος(σε γενική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αλλαγή σκηνικού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμηςlocution verbale (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Je ne sais pas ce qui l'a fait changer d'avis mais Reza dit maintenant qu'il aimerait venir avec moi en France. |
αλλαγή γνώμηςlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a changé d'avis et maintenant, elle dit qu'elle ne veut plus m'épouser. |
αλλαγή καριέραςlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai changé de métier : avant, j'étais bookmaker et maintenant, je suis simple comptable. |
κτ/κπ που τα αλλάζει όλα, κτ/κπ που αλλάζει τα πάνταlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le roman Ulysse de James Joyce a changé la donne dans l'histoire du roman moderne. |
αλλάζω δρόμο, αλλάζω πορεία, αλλάζω κατεύθυνσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le navire a changé de cap et s'est dirigé vers Durban. |
αλλάζω θέμαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Changeons de sujet et parlons de quelque chose de moins déprimant. |
αλλάζω γνώμηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai changé d'avis et j'ai décidé d'aller à la fête finalement. |
αλλάζω κατεύθυνση
|
αλλάζω γνώμηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a changé d'avis et a invité sa sœur finalement. |
αλλάζω ταχύτητες(véhicule) (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποσπώ κπ από κτlocution verbale J'essaie de changer les idées de mon frère pour qu'il ne pense plus à son ex. |
μεταρρυθμίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμμαζεύομαι(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αλλάζω χέριαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζωverbe pronominal (τα ρούχα μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est temps de se changer pour la fête. |
υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσειςverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιοςverbe intransitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Toi non plus, tu n'as pas changé. |
αλλάζω στρατόπεδοlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le désaccord qu'avait Woodford sur la politique d'immigration du gouvernement est la raison pour laquelle il a changé de camp. Η διαφωνία του Γούντφορντ με την κυβερνητική μεταναστευτική πολιτική είναι ο λόγος που τον οδήγησε στο να αλλάξει στρατόπεδο. |
ανεβάζω ταχύτητα(ΗΒ,αυτοκίνητο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρουσιάζω κτ με νέα ταυτότηταverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακοστολογώ, ανατιμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω νέες χορδές σε κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω, ανταλλάζω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θυμωμένος για τα χαμηλά μεροκάματα, ένας από τους μάγειρες της γραμμής άλλαξε το αλάτι με τη ζάχαρη. |
αλλάζω ιδιοκτήτηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω προσέγγιση, αλλάζω τακτικήlocution verbale |
κοκκινίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αλλάζω ταχύτηταlocution verbale (véhicule) |
αλλάζω πόστοlocution verbale (Sports) (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω θέσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le photographe a demandé aux deux enfants de changer de place (or: d'échanger de place) avant de prendre la photo. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai changé d'opérateur téléphonique parce que je n'aimais pas celui que j'avais. |
δεν έχω καμία επίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω θέση με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kathy a changé de place (or: échangé de place) avec Jim pour pouvoir s'asseoir à côté du hublot. |
το ξανασκέφτομαι
Je vous prie de bien vouloir revenir sur votre décision et de nous aider à financer notre nouveau spectacle. |
αλλάζω από χέρι σε χέριlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand je n'en peux plus de frotter avec la main droite, je change de main et frotte avec la main gauche. |
ορτσάρωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le yacht a viré de bord. Το ιστιοφόρο ορτσάρισε. |
πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρωνlocution verbale (TV, Cinéma) (τηλεόραση/κινηματογράφος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χλωμιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω το μέρος άλλουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quian Lo a perdu la bataille parce que beaucoup de ses soldats ont changé de camp et ont rejoint l'ennemi. |
αντικαθιστώ, αλλάζω(κάτι στη θέση άλλου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils m'ont fait une farce et ont remplacé mon thé par de la soupe à l'oignon. Μου έκανα πλάκα και μου αντικατέστησαν κρυφά το τσάι με κρεμμυδόσουπα. |
μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Intervertissez (or: Permutez) tous les sept et les neuf. |
μετακινούμαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Désolé, ce siège est réservé : vous allez devoir changer de place. Αυτή η θέση είναι κρατημένη. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να μετακινηθείτε. |
αλλάζω γνώμη
|
αλλάζω γνώμη
|
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai changé de fournisseur parce que mon débit n'était pas assez rapide. Άλλαξα πάροχο υπηρεσιών γιατί η ευρυζωνική σύνδεσή μου δεν ήταν αρκετά γρήγορη. |
κάνω νέα διανομή ρόλων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand le budget a été réduit, le réalisateur a dû redistribuer les rôles du film avec des acteurs moins chers. |
αλλάζω ιδιοκτήτηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω στρατόπεδο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Smith a démissionné du gouvernement et est passé à l'opposition (or: a rejoint l'opposition). Ο Σμιθ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στην αντιπολίτευση. |
ανεβάζω ταχύτηταlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le conducteur a changé de vitesse (or: a passé la vitesse supérieure) et a appuyé sur l'accélérateur aussi fort qu'il a pu. Ο οδηγός ανέβασε ταχύτητα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το αφεντικό ανακάτεψε τα χαρτιά του νευρικά χωρίς να ξέρει τι να πει στον υπάλληλο που είχε μόλις απολύσει. |
αλλάζωverbe transitif (Transports) (συγκοινωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a dû changer de train à Madrid lors de son trajet jusqu'à Barcelone. Για να πάει στη Βαρκελώνη άλλαξε τρένο στη Μαδρίτη. |
μονομερής πράξη(Droit anglais) |
excuse-menom féminin (είδος χορού) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
το άγγιγμα του Μίδαnom féminin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετατρέπομαι σε κτ
|
αλλάζω γνώμη(figuré) |
μετακινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On ne peut pas s'asseoir à cette table. Il faut qu'on change de place. |
αλλάζω γνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταμορφώνομαι(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La chenille va se transformer (or: se changer) en papillon. |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a changé d'appartement au moins deux fois l'année dernière. Άλλαξε διαμέρισμα δυο φορές πέρσι. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του changer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του changer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.