Τι σημαίνει το cadena στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cadena στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cadena στο ισπανικά.
Η λέξη cadena στο ισπανικά σημαίνει αλυσίδα, αλυσίδα, αλυσίδα, αλυσίδα, αλυσίδα, καζανάκι, δίκτυο, αλυσιδωτή σύνδεση, μήνυμα μαζικής αποστολής, δεσμά, σειρά, νήμα, λουρί, οροσειρά, σιδερένια δεσμά, τηλεοπτικό δίκτυο, αλυσιδωτός, βραχιόλι αστραγάλου, ροζάριο, οροσειρά, ανθολόγιο, καραμπόλα, ισοβίτης, φυλάκιση, ιεραρχία, αλυσιδωτή αντίδραση, αλυσίδα κίνησης, μανιώδες κάπνισμα, τροφική αλυσίδα, αλυσιδωτή αντίδραση, μπρασελέ, αλυσίδα, ισόβια, επιστολή που υπογράφεται από πολλούς, εφοδιαστική αλυσίδα, στοιχειοσειρά χαρακτήρων, τελευταίος τροχός της αμάξης, στερεοφωνικό, ισόβια κάθειρξη, οροσειρά, αλυσίδα καταστημάτων, ευθεία αλυσίδα, αλυσίδα αξίας, παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά, σέρνω με αλυσίδα, γίνομαι έξαλλος, αλυσιδωτός, σειρά, string, αλυσιδωτή επιστολή, οροσειρά, γραμμή παραγωγής, ισόβια, γραμμή, αλυσίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cadena
αλυσίδαnombre femenino (eslabones) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los tobillos de los prisioneros estaban atados con cadenas. Οι αστράγαλοι του φυλακισμένου ήταν δεμένοι με αλυσίδες. |
αλυσίδαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ida tenía una cadena simple alrededor del cuello. Η Άιντα φορούσε μια απλή ασημένια αλυσίδα στον λαιμό της. |
αλυσίδαnombre femenino (μεταφορικά: εταιρεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta ciudad tiene más cadenas que negocios independientes. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η νέα αλυσίδα σουπερμάρκετ έχει φέρει τα πάνω κάτω στον χώρο, με τις προσφορές που έχει. |
αλυσίδαnombre femenino (bicicleta) (ποδήλατο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλυσίδαnombre femenino (καταστημάτων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las cadenas han matado a los minoristas. |
καζανάκιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nunca tira de la cadena. |
δίκτυοnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La nuestra es la más grande cadena de televisión del país. Έχουμε το μεγαλύτερο δίκτυο τηλεόρασης στη χώρα. |
αλυσιδωτή σύνδεσηnombre femenino (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μήνυμα μαζικής αποστολήςnombre femenino (correo electrónico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεσμάnombre femenino (figurado) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) ¡Tenemos que romper las cadenas de este pensamiento capitalista! Πρέπει να απαλλαγούμε από τα δεσμά της καπιταλιστικής νοοτροπίας! |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molly usaba una cadena de perlas alrededor de su cuello. |
νήμαnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Había 200 mensajes en la cadena así que no podía leer todos. |
λουρί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben soltó la correa de su perro. Ο Μπεν άφησε τον σκύλο του από το λουρί. |
οροσειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay un paso a través de la cordillera a unos pocos kilómetros al norte de aquí. Υπάρχει μια διάβαση της οροσειράς μερικά χιλιόμετρα βόρεια από εδώ. |
σιδερένια δεσμά
Sus pies estaban atados con un grillete de hierro. |
τηλεοπτικό δίκτυο(radio, televisión) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Cuál de las emisoras nacionales transmitirá las Olimpiadas? Ποιο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο θα δείξει τους Ολυμπιακούς αγώνες; |
αλυσιδωτόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βραχιόλι αστραγάλου(AmL) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ροζάριο(με λιγότερες χάντρες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οροσειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los Andes son la cordillera más larga del mundo. |
ανθολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καραμπόλα(σύγκρουση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισοβίτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φυλάκισηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιεραρχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las órdenes viajan por la cadena de mando desde el cuartel general hasta los soldados. |
αλυσιδωτή αντίδρασηlocución nominal femenina En la nieve cegadora, un coche chocó a otro y causó una reacción en cadena. El accidente terminó involucrando 6 autos en la Autopista 40. |
αλυσίδα κίνησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mi primera moto tenía transmisión por cadena y tenía que acordarme de revisar la tensión. Η πρώτη μου μοτοσικλέτα είχε αλυσίδα κίνησης, και έπρεπε να θυμάμαι να ελέγχω την τάση. Η αλυσίδα κίνησης σε ένα ποδήλατο μεταφέρει την ενέργεια από τα πετάλια για την περιστροφή των τροχών. |
μανιώδες κάπνισμαlocución verbal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τροφική αλυσίδαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El plancton está en la base de la cadena alimenticia marina. |
αλυσιδωτή αντίδραση(μεταφορικά: αρνητικές καταστάσεις) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Cuando una persona aplaude y todo el resto se une puedes ver el efecto dominó en acción. Όταν ένα άτομο χειροκροτεί και, στη συνέχεια, τον μιμούνται κι άλλοι, τότε μιλάμε για αλλεπάλληλα κύματα χειροκροτημάτων. |
μπρασελέ(ρολογιού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La cadena del reloj está muy suelta. |
αλυσίδα(ρολογιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi padre heredó de mi abuelo una hermosa cadena de reloj. |
ισόβιαlocución nominal femenina (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi hermano está en cadena perpetua por secuestro. |
επιστολή που υπογράφεται από πολλούςlocución nominal femenina (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Cada año envío una carta en cadena con mis tarjetas de navidad. |
εφοδιαστική αλυσίδαlocución nominal femenina (economía) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La huelga de camioneros ha cortado la cadena de suministro. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μια απεργία των φορτηγατζήδων φτάνει για να σπάσει την εφοδιαστική αλυσίδα. |
στοιχειοσειρά χαρακτήρων(informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τελευταίος τροχός της αμάξης(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No es un líder, sólo es un eslabón de la cadena. |
στερεοφωνικόlocución nominal femenina En el desván está guardado la vieja cadena de música: tenía bandeja, radio y una sola casetera. |
ισόβια κάθειρξηlocución nominal femenina (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Después de haber sido acusado de asesinato, fue condenado a cadena perpetua. |
οροσειράlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλυσίδα καταστημάτων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ευθεία αλυσίδαnombre femenino (Química) (χημεία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αλυσίδα αξίαςnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σέρνω με αλυσίδαlocución verbal (tronco) (ειδικά για ξυλεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι έξαλλος
|
αλυσιδωτόςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La policía todavía está tratando de atrapar a quien haya cometido esta serie (or: secuencia, cadena, sucesión) de robos. Η αστυνομία προσπαθεί ακόμη να πιάσει όποιον κρύβεται πίσω από τη σειρά ληστειών. |
stringlocución nominal femenina (informática) (Η/Υ, προγραμματισμός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αλυσιδωτή επιστολήlocución nominal femenina |
οροσειράlocución nominal femenina (geología) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή παραγωγής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ισόβια
El juez le sentenció a prisión de por vida. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε ισόβια. |
γραμμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La línea de ensamblaje funciona veinticuatro horas al día los siete días de la semana. Η γραμμή παραγωγής λειτουργεί όλη μέρα, κάθε μέρα. |
αλυσίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cubierta del barco es resbaladiza, así que ten cuidado de no tropezar con la cadena del ancla. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cadena στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του cadena
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.