Τι σημαίνει το busy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης busy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του busy στο Αγγλικά.

Η λέξη busy στο Αγγλικά σημαίνει απασχολημένος, απασχολημένος με κτ, δραστήριος, πολυσύχναστος, απασχολημένος, κατειλημμένος, κατειλλημένος, φορτωμένος, αδιάκριτος, απασχολούμαι, πολυάσχολος, σήμα κατειλημμένης γραμμής, στρώνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, το κάνω, απασχολούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης busy

απασχολημένος

adjective (occupied: person) (άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Please don't bother me. I'm busy doing my taxes.
Σε παρακαλώ μη με ενοχλείς. Είμαι απασχολημένος με τη φορολογική μου δήλωση.

απασχολημένος με κτ

(occupied doing [sth])

Tia's parents are busy with preparations for her fifth birthday party.

δραστήριος

adjective (active)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stephen has a busy life.
Ο Στίβεν έχει πολυάσχολη ζωή.

πολυσύχναστος

adjective (lively, with many people) (πχ δρόμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The coffee shop is always busy on Saturday mornings.
Η καφετέρια έχει πάντα πολύ δουλειά τα πρωινά του Σαββάτου.

απασχολημένος, κατειλημμένος

adjective (telephone, in use) (τηλέφωνο σε χρήση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The phone line is busy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την πήρα τηλέφωνο, αλλά μιλάει.

κατειλλημένος

adjective (occupied, in use)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The bathroom is busy now.
Το μπάνιο είναι πιασμένο τώρα.

φορτωμένος

adjective (pejorative (overly patterned) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The wallpaper in this room is too busy.
Η ταπετσαρία σε αυτό το δωμάτιο είναι υπερβολικά φορτωμένη.

αδιάκριτος

adjective (pejorative, informal (meddlesome)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're a busy little so-and-so, aren't you?

απασχολούμαι

transitive verb (keep occupied)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Arthur tries to busy himself with small tasks.

πολυάσχολος

noun (informal, figurative (very active person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You've cleaned the whole house this morning? What a busy bee you are!

σήμα κατειλημμένης γραμμής

noun (buzz when dialled phone in use)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I tried to call Pauline, but all I got was a busy signal.

στρώνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά

(slang (hurry to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'd better get busy if you want to finish that report before 5 o'clock.

το κάνω

(US, slang, figurative (have sex) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απασχολούμαι

intransitive verb (informal (occupy oneself, find [sth] to do)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Since my daughter left for college, I keep busy by working in my garden. With the district manager in the store, everyone kept busy all day.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του busy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του busy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.