Τι σημαίνει το bleu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bleu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bleu στο Γαλλικά.
Η λέξη bleu στο Γαλλικά σημαίνει μπλε, μελανιά, μπλε τυρί, μπλε, μπλε, Βόρειος, κιμωλία, όχι καλοψημμένος, νεοσύλλεκτος, αρχάριος, νέος, καινούριος, αρχάριος, ψάρι, σχέδιο, νέος, καινούριος, μώλωπας, μωλωπισμός, αρχάριος, νέος, καινούριος, καινούριος, νέος, μελανιάζω, βάζω κιμωλία σε κτ, τρίβω κτ με κιμωλία, μελανιάζω, μπλε από το κρύο, βάφω μπλε, γαλαζοπράσινος, κορυφαίος, διανοούμενη, γαλαζοπράσινος, γαλαζοπράσινο, γαλαζοπράσινο, γαλαζοπράσινος, φόρμα, σαλοπέτα, σαλοπέτα, κυανός, κυανός, γαλαζοαίματος, γαλαζοπράσινο, γαλανό, βαθυγάλανο, θαλασσί, ολόσωμη φόρμα, κίσσα, καρακάξα, γαλάζιο, γαλάζιο αίμα, καβούρι, Cyanocitta cristata, χειρώνακτας, γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου, ρυγχοκαρχαρίας, μπλε μαρέν, γαλάζιο, μπλε περλέ, γαλάζιο, τυρκουάζ, σκούρο μπλε, γαλάζιο, γαλάζιο, μπλε ρουαγιάλ, μπλε γατόψαρο, μπλε καλαμπόκι, σχεδόν ωμό, μπλε ελεκτρίκ, τιρκουάζ, φόρμα εργασίας, ανοιχτό μπλε, εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ, γαλαζοπράσινος, ατσάλινος, ατσαλένιος, γαλάζιος, μπλε μαρέν, σκούρος μπλε, γαλάζιος, μπλε ελεκτρίκ, γαλάζιος, μπλε περλέ, γαλάζιος, μπλε ρουαγιάλ, γαλάζιος, ανοιχτός μπλε, ανοιχτός μπλε, γκόρντον μπλου, ναυτικό μπλε, κυανό χρώμα, ειρηνευτική δύναμη, γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίου, μπλε σκούρος, γαλάζιος, μπλε του κοβαλτίου, λιλά, κύανος, κυανή χρωστική ουσία, τρίβω κτ με κιμωλία, τρίβω κτ με τεμπεσίρι, σμάλτο, Γάλλος ιππότης, είδος υψηλής διάκρισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bleu
μπλεnom masculin (couleur) J'aime vraiment le bleu, c'est une si jolie couleur ! Μου αρέσει πολύ το μπλε, είναι τόσο ωραίο χρώμα. |
μελανιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) James avait un gros bleu au genou après s'être cogné contre la table basse. Ο Τζέιμς είχε μια μεγάλη μελανιά στο γόνατό του καθώς χτύπησε στο τραπεζάκι. |
μπλε τυρί(fromage : lait de vache) La Fourme d'Ambert est un bleu de la région d'Auvergne en France. Il y a plusieurs types de bleus, le Roquefort et le Stilton en sont les plus célèbres. |
μπλεadjectif (couleur) (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma voiture n'est pas rouge mais bleue. Το αυτοκίνητό μου δεν είναι το κόκκινο, αλλά το γαλάζιο. |
μπλεadjectif (froid) (από το κρύο) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il gelait et mes doigts commençaient à devenir bleus. |
Βόρειοςnom masculin (Militaire) (εμφύλιος ΗΠΑ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pendant la guerre de Sécession, les soldats nordistes étaient surnommés les bleus en raison de la couleur de leur uniforme. |
κιμωλία(pour écrire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Laura saisit une craie et gribouilla une équation au tableau. Η Λώρα έπιασε ένα κομμάτι κιμωλία και έγραψε βιαστικά μια εξίσωση στον πίνακα. |
όχι καλοψημμένοςadjectif (viande) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il n'y a pas beaucoup de différence entre un steak bleu et un steak cru. |
νεοσύλλεκτοςnom masculin (familier : nouvelle recrue) (αστυνομία, στρατός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cette mission est trop dangereuse pour des bleus. Αυτή η αποστολή είναι πολύ επικίνδυνη για ψάρια. |
αρχάριος(familier, péjoratif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ça va être difficile de finir le projet maintenant, en ne travaillant qu'avec des bleus. |
νέος, καινούριος, αρχάριοςnom masculin (familier : nouveau) Elle a emmené un groupe de bleus sur une ascension facile cet après-midi. Πήρε ένα μάτσο ψάρια σε μια εύκολη ανάβαση το απόγευμα. |
ψάρι(argot militaire) (ζαργκόν: στρατός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σχέδιο(d'un bâtiment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pénélope s'est chargée des plans de cette maison. Η Πηνελόπη έκανε τα σχέδια για αυτό το σπίτι. |
νέος, καινούριος(Golf) Le rookie s'est fait un nom durant la partie d'hier soir. Ο καινούριος έφτιαξε όνομα στο χτεσινοβραδινό παιχνίδι. |
μώλωπας, μωλωπισμός(ιατρική, επίσημο: εκχύμωση με οίδημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les contusions sont fréquentes lors des accidents mineurs de la route. Οι μώλωπες είναι σύνηθες φαινόμενο στα μικρά τροχαία. |
αρχάριος(familier, péjoratif) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
νέος, καινούριος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
καινούριος, νέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μελανιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me suis contusionné le genou après être rentré dans une bouche d'incendie. Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα. |
βάζω κιμωλία σε κτ, τρίβω κτ με κιμωλία(Billard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μελανιάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aïe ! Je me suis cogné le genou. Ça va me faire un sacré bleu. Ωχ! Χτύπησα το γόνατό μου. Πραγματικά θα μελανιάσει. |
μπλε από το κρύοadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai joué dans la neige, mon nez était bleu de froid ! |
βάφω μπλεverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La teinture indigo a coloré (or: a teint) la chemise en bleu. |
γαλαζοπράσινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κορυφαίος(restaurant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous allons dans un restaurant gastronomique ce soir. |
διανοούμενη(familier) (γυναίκα) |
γαλαζοπράσινοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Είναι πολύ χαλαρωτικό να βλέπεις τη γαλαζοπράσινη θάλασσα να γλείφει την ακτή. |
γαλαζοπράσινοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαλαζοπράσινο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαλαζοπράσινοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φόρμα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il portait une salopette au travail. Φορούσε τη φόρμα εργασίας του ενώ δούλευε. |
σαλοπέτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σαλοπέτα(pour travailler ou non) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La salopette du fermier était couverte de boue. Η σαλοπέτα του αγρότη ήταν γεμάτη λάσπη. |
κυανός(χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κυανόςadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλαζοαίματοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le Prince Charles est sans nul doute de sang royal. |
γαλαζοπράσινοnom masculin (couleur turquoise) (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Près du rivage, l'eau est d'un beau bleu sarcelle. Αυτό το γαλαζοπράσινο που έχουν τα νερά κοντά στην όχθη είναι υπέροχο! |
γαλανό, βαθυγάλανο, θαλασσίnom masculin (littéraire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ολόσωμη φόρμα(ρούχα εργασίας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κίσσα, καρακάξαnom masculin (oiseau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γαλάζιοnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαλάζιο αίμαnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καβούριnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Cyanocitta cristatanom masculin (oiseau) (επίσημο: είδος κίσσας) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le geai bleu de ma mangeoire effraie tous les plus petits oiseaux, mais il est assurément joli. |
χειρώνακταςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La Pennsylvanie Occidentale compte beaucoup de cols bleus tels que les métallurgistes et les mineurs. |
γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίουnom masculin (ζωγραφική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρυγχοκαρχαρίαςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπλε μαρένnom masculin Le bleu marine est plus foncé que le bleu de cobalt. Ma couleur préférée est le bleu marine Το μπλε μαρέν είναι ένα μπλε πιο σκούρο από το μπλε του κοβαλτίου. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε μαρέν. |
γαλάζιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπλε περλέ(χρώμα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Bleu nacré est une couleur populaire pour les voitures. |
γαλάζιο(χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τυρκουάζnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκούρο μπλεnom masculin Les gens qui portent du bleu marine sont difficiles à voir la nuit. |
γαλάζιοnom masculin invariable (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Est-ce que vous avez cette chemise en bleu clair ? Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε; |
γαλάζιοnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le ciel est d'un joli bleu pastel quand il fait soleil. |
μπλε ρουαγιάλnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le club de football de Chelsea joue en bleu roi. |
μπλε γατόψαροnom masculin (είδος ψαριού) |
μπλε καλαμπόκιnom masculin (ποικιλία καλαμποκιού) |
σχεδόν ωμόnom masculin (βαθμός ψησίματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Qu'est-ce que c'est que ça ? J'ai demandé un steak bleu, et vous m'apportez de la semelle ! |
μπλε ελεκτρίκnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τιρκουάζnom masculin invariable (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le turquoise est ma couleur préférée. |
φόρμα εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανοιχτό μπλεnom masculin invariable |
εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle est tellement crédule qu'elle a tout gobé. |
γαλαζοπράσινοςadjectif invariable (χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses cheveux sont roux et ses yeux bleu sarcelle. Τα μαλλιά του είναι κόκκινα και τα μάτια του γαλαζοπράσινα. |
ατσάλινος, ατσαλένιος(couleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλάζιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle se maquille pour mettre en valeur ses yeux bleu ciel. |
μπλε μαρένadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon uniforme scolaire est bleu marine. Η σχολική στολή μου είναι μπλε μαρέν. |
σκούρος μπλεadjectif invariable (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Les gens qui portent des vêtements bleu foncé (or: bleu marine) sont difficiles à voir la nuit. |
γαλάζιοςadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπλε ελεκτρίκ
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γαλάζιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπλε περλέ
|
γαλάζιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπλε ρουαγιάλadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γαλάζιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοιχτός μπλεadjectif invariable (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανοιχτός μπλεadjectif invariable (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γκόρντον μπλουlocution adjectivale (plat) (μαγειρική) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ναυτικό μπλεnom masculin Le costume est disponible en noir ou en bleu marine. Το κοστούμι βγαίνει σε μπλε μαρέν και μαύρο. |
κυανό χρώμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ειρηνευτική δύναμη
|
γαλάζιο, μπλε του κοβαλτίουnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπλε σκούροςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il portait un pantalon bleu marine avec des chaussures marron. Φορούσε μπλε μαρέν παντελόνι με καφέ παπούτσια. |
γαλάζιος, μπλε του κοβαλτίουadjectif invariable (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λιλάnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle a choisi le bleu lavande pour les robes de ses demoiselles d'honneur. Διάλεξε το λιλά για τα φορέματα των παρανύμφων. |
κύανοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κυανή χρωστική ουσίαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τρίβω κτ με κιμωλία, τρίβω κτ με τεμπεσίρι(Billard, courant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σμάλτοnom masculin invariable (couleur) (βαφή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Γάλλος ιππότηςnom masculin (Histoire : type de chevalier) |
είδος υψηλής διάκρισηςnom masculin (récompense) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bleu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του bleu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.