Τι σημαίνει το bathed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bathed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bathed στο Αγγλικά.
Η λέξη bathed στο Αγγλικά σημαίνει μπανιέρα, μπάνιο, κάνω μπάνιο, πλένω, πλένομαι, πλένω, πλένω, ξεπλένω, κάνω μπάνιο, βυθίζω, λούζω, απολαμβάνω, μπάνιο μωρού, μπανιέρα μωρού, βρεφικό αφρόλουτρο, γλυκό ψωμάκι με επικάλυψη ζάχαρη, χαλάκι μπάνιου, χαλάκι μπάνιου, απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιο, άλατα μπάνιου, άλατα μπάνιου, σαπούνι, σφουγγάρι, ώρα για μπάνιο, πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματος, μπανιέρα, νερό στη μπανιέρα, μπάνιο επί κλίνης, λουτρό αίματος, αφρόλουτρο, αφρόλουτρο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ποδόλουτρο, μπάνιο, τουαλέτα, ζεστό μπάνιο, ζεστά μπάνια, λασποθεραπεία, Ρωμαϊκά Λουτρά, κοινό μπάνιο, κοινόχρηστο μπάνιο, ντουσιέρα, ντουζιέρα, ντους, εδρόλουτρο, υδρομασάζ, πλύσιμο σώματος με σφουγγάρι, ατμόλουτρο, πισίνα, κάνω μπάνιο, υδατόλουτρο, τζακούζι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bathed
μπανιέραnoun (UK (bathtub: tub in bathroom) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Before the guests arrive, please scrub the bath and mop the floor. Πριν έρθουν οι καλεσμένοι σε παρακαλώ τρίψε την μπανιέρα και σφουγγάρισε το πάτωμα. |
μπάνιοnoun (wash in a tub) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Amy felt much better after a hot bath. Η Έιμι αισθάνθηκε πολύ καλύτερα μετά από ένα καυτό μπάνιο. |
κάνω μπάνιοintransitive verb (UK (bathe: take a bath) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naomi prefers to bath, rather than shower, in the evening. Η Ναόμι προτιμά να κάνει μπάνιο, αντί για ντους, το βράδυ. |
πλένωtransitive verb (UK (wash in a tub) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλένομαιintransitive verb (US, Can (wash yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On long hiking trips, it's difficult to bathe properly. Σε μεγάλα ταξίδια πεζοπορίας, είναι δύσκολο να κάνεις μπάνιο κανονικά. |
πλένωtransitive verb (wash, bath) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John bathed the baby carefully in the sink. Ο Τζον έπλυνε το μωρό προσεκτικά μέσα στον νιπτήρα. |
πλένω, ξεπλένωtransitive verb (cleanse, soothe [sth] with liquid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bathe the wound with hydrogen peroxide twice a day. Πλύνε την πληγή με υπεροξείδιο του υδρογόνου δύο φορές τη μέρα. |
κάνω μπάνιοintransitive verb (swim) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Victorians frequently bathed at the seashore. Οι Βικτωριανοί συχνά κολυμπούσαν στην παραλία. |
βυθίζω(immerse) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bathe the chicken in a mixture of water, salt, vinegar, and brown sugar. Βούτηξε το κοτόπουλο σε ένα μείγμα από νερό, αλάτι, ξύδι και μαύρη ζάχαρη. |
λούζω(figurative, usually passive (immerse in sunlight) (κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The room was bathed in warm sunlight. Το ζεστό φως του ήλιου έλουζε το δωμάτιο. |
απολαμβάνω(figurative (relish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lena bathed in the praise showered upon her after her performance in the play. |
μπάνιο μωρού, μπανιέρα μωρούnoun (small bathtub for baby) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Babies must never be left alone in a baby bath. Τα μωρά δεν πρέπει να αφήνονται ποτέ μόνα τους στην παιδική μπανιέρα. |
βρεφικό αφρόλουτροnoun (bubblebath for babies) |
γλυκό ψωμάκι με επικάλυψη ζάχαρηnoun (UK (teacake) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χαλάκι μπάνιουnoun (rubber mat in bath) (για την μπανιέρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A good bath mat helps you not to slip in the shower. |
χαλάκι μπάνιουnoun (fabric mat on bathroom floor) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιοnoun (evening scheduled for bath) (κατά λέξη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Before there was running water in the farmhouse, bath night was on Saturday, after all the week's work was over. |
άλατα μπάνιουplural noun (scented crystals) |
άλατα μπάνιου(cosmetics) |
σαπούνιnoun (soap for the body) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Watch out for bath soaps that dry out your skin. |
σφουγγάριnoun (for washing body) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ώρα για μπάνιοnoun (time allocated for a bath) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My kids always hide when it's bath time. |
πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματοςnoun (large towel used after a bath) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are clean bath towels under the sink. |
μπανιέραnoun (tub used for bathing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Can you fill up the bath tub for me? |
νερό στη μπανιέραnoun (water in a bathtub) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was so incredibly dirty after the hike that the bath water was literally black after he bathed. . |
μπάνιο επί κλίνηςnoun (wash given to a patient in bed) (επίσημο: για άρρωστο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λουτρό αίματοςnoun (figurative (massacre) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The battle was a bloodbath, with 10,000 soldiers killed. |
αφρόλουτροnoun (liquid soap: for bath) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αφρόλουτροnoun (bath: with soap bubbles) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I take a bubble bath after exercising in order to relax my muscles. Κάνω ένα αφρόλουτρο μετά την γυμναστική για να χαλαρώσω τους μυς μου. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (device for washing eye) |
ποδόλουτροnoun (basin, bowl for washing feet) (συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπάνιοnoun (washroom: has bath, shower) (όχι WC) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τουαλέταnoun (US (washroom: no bath or shower) (χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζεστό μπάνιοnoun (bathtub filled with hot water) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There's nothing like relaxing in a hot bath after a hard day's work. |
ζεστά μπάνιαplural noun (sauna or steam-bath treatment) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
λασποθεραπείαnoun (skin treatment: soaking in mud) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A mud bath is good for the skin and the spirit. |
Ρωμαϊκά Λουτράnoun (public spa) |
κοινό μπάνιο, κοινόχρηστο μπάνιοnoun (bath shared between rooms or flats) |
ντουσιέρα, ντουζιέραnoun (place for bathing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The shower in my bathroom is very small. |
ντουςnoun (bathing in sprayed water) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I prefer a shower to a bath. Το ντους μου αρέσει καλύτερα από το μπάνιο. |
εδρόλουτροnoun (bath: thighs, hips only) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υδρομασάζnoun (whirlpool, jacuzzi, hot tub) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πλύσιμο σώματος με σφουγγάριnoun (all-over body wash) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ατμόλουτροnoun (sauna) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πισίναnoun (public pool) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Young children are forbidden to go into the deep end of the swimming pool. Τα μικρά παιδιά απαγορεύεται να πηγαίνουν στη βαθιά πλευρά της πισίνας. |
κάνω μπάνιοverbal expression (mainly US (bathe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I prefer to take a shower, while others like to take a leisurely bath. |
υδατόλουτροnoun (system of temperature control) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τζακούζιnoun (jacuzzi) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'd love to have a whirlpool bath to relax in at the end of the day. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bathed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bathed
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.