Τι σημαίνει το bat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bat στο Αγγλικά.

Η λέξη bat στο Αγγλικά σημαίνει νυχτερίδα, μπαστούνι, χτυπάω, χτυπώ, είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος, γειάσου, κουκουρούκου, ρυθμός, κραιπάλη, μπαστούνι, κουβεντιάζω, ταξιδεύω, σε θέση ροπαλοφόρου, σειρά για να περάσει κανείς σε θέση ροπαλοφόρου, ρόπαλο μπέιζμπολ, μπάτμιτζβα, Μπάτμαν, Batman, εντελώς τυφλός, ρόπαλο κρίκετ, μπαστούνι κρίκετ, είδος μεγάλης νυχτερίδας, υποστηρίζω, του σκοτωμού, σαν τρελός, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση, κατευθείαν, μονομιάς, με δική σου πρωτοβουλία, τα λέω, νυχτερίδα βαμπίρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bat

νυχτερίδα

noun (nocturnal flying mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At dusk, you can see many bats chasing insects over the field.
Το σούρουπο μπορεί να δει κανείς πολλές νυχτερίδες να κυνηγούν έντομα στον αγρό.

μπαστούνι

noun (sport: club or paddle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron has been hitting well since he got a new bat.
Ο Άαρον κάνει καλές βολές από τότε που πήρε καινούριο μπαστούνι.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (hit [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily batted a pop-fly to left field.

είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος

intransitive verb (cricket, baseball: be the batter)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mary is batting next.
Η Μαίρη παίζει στη θέση του batter στη συνέχεια.

γειάσου, κουκουρούκου

adjective (slang (crazy) (αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
You should avoid the lady with the bucket on her head; she's bats.
Να αποφύγεις την κυρία με τον κουβά στο κεφάλι - είναι γειάσου (or: κουκουρούκου).

ρυθμός

noun (UK, slang, dated (pace)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κραιπάλη

noun (US, Can, slang (binge drinking) (πολύ ποτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαστούνι

noun (stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gina used a nearby bat to prop the door open.

κουβεντιάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (discuss casually) (κάποιο θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταξιδεύω

phrasal verb, intransitive (US, informal (travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε θέση ροπαλοφόρου

adverb (baseball: taking turn to bat) (μπέιζμπολ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σειρά για να περάσει κανείς σε θέση ροπαλοφόρου

noun (baseball: turn to bat taken) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρόπαλο μπέιζμπολ

noun (wooden club used in baseball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A baseball bat is traditionally made of ash wood.

μπάτμιτζβα

noun (ceremony for Jewish girl)

Chava's parents were so proud when she recited the Torah at her bat mitzvah.

Μπάτμαν, Batman

noun (comic book superhero)

Batman has been a popular comic book character since 1939.

εντελώς τυφλός

adjective (informal (sightless, unable to see)

ρόπαλο κρίκετ, μπαστούνι κρίκετ

noun (club used to play cricket)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I knew he was a skilled batsman from the way he held the cricket bat.
Ήξερα ότι ήταν ένας επιδέξιος σφαιριστής από τον τρόπο που κρατούσε το μπαστούνι του κρίκετ.

είδος μεγάλης νυχτερίδας

(bat)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υποστηρίζω

verbal expression (informal, figurative (show support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

του σκοτωμού, σαν τρελός

adverb (very fast)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cat ran into the house like a bat out of hell.

δεν έχω την παραμικρή αντίδραση

verbal expression (figurative, informal (be impassive, not react)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The defendant didn't bat an eyelid when the prosecutor suggested she had intended to commit murder.

κατευθείαν, μονομιάς

adverb (figurative, informal (straight away, from the very start)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mr. Davis walked into the room, and right off the bat, students began asking questions.

με δική σου πρωτοβουλία

adverb (figurative, informal (by your own initiative)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα λέω

verbal expression (slang, figurative (chat) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We didn't talk about anything important that night - we were just shooting the breeze.
Δεν συζητήσαμε τίποτα σημαντικό χτες το βράδυ, απλά τα λέγαμε.

νυχτερίδα βαμπίρ

noun (nocturnal mammal that feeds on blood)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.