Τι σημαίνει το worth στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης worth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worth στο Αγγλικά.
Η λέξη worth στο Αγγλικά σημαίνει αξία, -, πλεονέκτημα, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, αξίζω, κοστίζω, αξίζω, αξίζει το ρίσκο, αξίζω την αναμονή, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, πιάνουν τόπο τα λεφτά σου, μεγάλη περιουσία, που έχει μεγάλη περιουσία, αξίζει τον κόπο;, καθαρή αξία, δεν αξίζει τον κόπο, δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή, δεν αξίζει, είμαι ανάξιος λόγου, η αξία μου, δεν αξίζει τον κόπο, γνώμη, που αξίζει, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, αξίζει τα λεφτά του, που αξίζει το ρίσκο, αξίζω την αναμονή, καλός στη δουλειά του, αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης worth
αξίαnoun (financial value) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The worth of that house has been reduced by the construction noise. Η αξία αυτού του σπιτιού έχει μειωθεί λόγω του θορύβου από την οικοδομή. |
-noun (amount) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) There must be a year's worth of work to do here. Could I have two dollars' worth of apples, please? Πρέπει να υπάρχει δουλειά ενός χρόνου που πρέπει να γίνει. |
πλεονέκτημαnoun (merit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This article about women's rights has a lot of worth, but you need to change a few things. Το άρθρο για τα δικαιώματα των γυναικών έχει πολλά πλεονεκτήματα αλλά πρέπει να αλλάξεις μερικά πράγματα. |
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέριexpression (Don't risk what you have.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush. |
αξίζω, κοστίζωverbal expression (have the value of) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The dealer said the vase was worth £200 but I had hoped for more. Ο έμπορος είπε πως το βάζο άξιζε 200 λίρες, αλλά εγώ είχα την ελπίδα ότι θα έπιανε περισσότερα. |
αξίζωverbal expression (merit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Is it even worth doing? Αξίζει να το κάνουμε καν; |
αξίζει το ρίσκοverbal expression (merit possible danger or loss) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) I know it seems expensive but I know it will increase in value so I think it will be worth the risk. Ξέρω ότι φαίνεται ακριβό, αλλά ξέρω ότι θα ανέβει η αξία του, οπότε νομίζω ότι αξίζει το ρίσκο. |
αξίζω την αναμονήverbal expression (informal (be good enough to justify a delay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's taken a long time to finish but it's been worth waiting for. |
αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασίαadverb (informal (in my opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I know you won't change, but for what it's worth, I think that skirt looks awful on you. |
πιάνουν τόπο τα λεφτά σουverbal expression (get good value) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When buying a computer, you need to do your research if you want to get your money's worth. |
μεγάλη περιουσίαnoun (possession of valuable assets) |
που έχει μεγάλη περιουσίαnoun as adjective (company, individual: wealthy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αξίζει τον κόπο;expression (figurative (is the effort required worthwhile?) |
καθαρή αξίαnoun (value after tax) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This vlogger has a net worth of 2 million dollars. |
δεν αξίζει τον κόποverbal expression (be a waste of time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν αξίζει δεκάρα τσακιστήadjective (US, informal (having no value) She paid hundreds of dollars for an old clock that's not worth a dime. |
δεν αξίζειadjective (of no value) (να το αγοράζω, να το αποκτήσω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The standard version is not worth having because it lacks the most-desired functions on the deluxe version. |
είμαι ανάξιος λόγουadjective (trivial, insignificant) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The slight inconvenience of having to wait is not worth mentioning. The tiny amount of sodium in grapefruit is not worth mentioning. |
η αξία μουnoun (self-esteem) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Victims of abuse often have little sense of their own self-worth. |
δεν αξίζει τον κόποexpression (figurative (effort required is not worthwhile) |
γνώμηexpression (opinion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που αξίζειadjective (informal (worthwhile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I was going to go to the shops but I decided it wasn't worth it in the end. Θα πήγαινα στα μαγαζιά, αλλά αποφάσισα τελικά ότι δεν αξίζει. |
που αξίζει το βάρος του σε χρυσόadjective (figurative (very useful) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you use the internet much, a broadband connection is worth its weight in gold. |
αξίζει τα λεφτά τουadjective (good enough to merit its cost) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Flying may be more expensive, but it's worth the money if you want to avoid traffic. |
που αξίζει το ρίσκοadjective (meriting possible danger or loss) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scientists who chase tornadoes believe that the amount of information they gather makes it worth the risk. Ο επιστήμονες που κυνηγούν τυφώνες πιστεύουν ότι ο όγκος πληροφοριών που συγκεντρώνουν κάνει τη δουλειά τους να αξίζει το ρίσκο. |
αξίζω την αναμονήverbal expression (be worth waiting for) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλός στη δουλειά τουexpression (good worker) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αξίζει τον κόποexpression (worth the time, effort, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Go and see this movie; I promise you it's worth your while. |
αξίζει τον κόπο να κάνεις κτexpression (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's worth your while reading the reviews before buying a camera. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του worth
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.