Τι σημαίνει το waved στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης waved στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του waved στο Αγγλικά.

Η λέξη waved στο Αγγλικά σημαίνει κύμα, κούνημα του χεριού, κύμα, κουνάω το χέρι, γνέφω, χαιρετώ, χαιρετάω, κύμα, κύμα, κύμα, κύμα, κυματίζω, κουνάω, κουνώ, ανεμίζω, κουνώ, κουνάω, κάνω κυματιστό, διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει, κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει, χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώ, γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει, χαιρετώ, γνέφω, χαιρετώ, γνέφω, εγκεφαλικό κύμα, φαεινή ιδέα, κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς, τεχνική για μπούκλες, κύμα εγκληματικότητας, βαρυτικό κύμα, καύσωνας, Νέο Κϋμα, περμανάντ, ραδιοκύμα, σεισμική δόνηση, ωστικό κύμα, αναταραχή, ημιτονοειδής συνάρτηση, ηχητικό κύμα, παλιρροιακό κύμα, τσουνάμι, παλιρροιακό κύμα, κουνάω, κουνάω, κυματικό πάρκο, συνάρτηση κύματος, γνέφω σε κπ να συνεχίσει, ζώνη συχνοτήτων, κυματομορφή, κυματοδηγός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης waved

κύμα

noun (ocean, water: undulation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ocean waves rocked the boat.
Τα κύματα της θάλασσας κλυδώνιζαν τη βάρκα.

κούνημα του χεριού

noun (hand gesture)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amanda acknowledged Tim with a wave as she went past.
Η Αμάντα χαιρέτισε τον Τιμ με ένα κούνημα του χεριού καθώς περνούσε.

κύμα

noun (figurative (series) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a wave of protests after the announcement of the new policy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το δημοσίευμα προκάλεσε θύελλα διαμαρτυρίας.

κουνάω το χέρι

intransitive verb (gesture hello, goodbye)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was waving at her from the end of the pier.
Της κουνούσε το χέρι από την άκρη της προβλήτας.

γνέφω

transitive verb (gesture: hello, goodbye)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She waved goodbye to him.
Τον αποχαιρέτησε γνέφοντάς του.

χαιρετώ, χαιρετάω

(gesture in greeting) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brent waved at his sons as he approached the house.
Ο Μπρεντ χαιρέτησε τους γιους του ενώ πλησίαζε το σπίτι.

κύμα

noun (undulation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The meter showed a sine wave.

κύμα

noun (weather: surge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A wave of cold air swept through the region last night.

κύμα

noun (figurative (surge: of enthusiasm) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a wave of enthusiasm after the team's win.

κύμα

noun (figurative (rush of people) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A wave of people flowed into the stadium after they opened the doors.

κυματίζω

intransitive verb (flutter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Three flags were waving in the wind.

κουνάω, κουνώ

transitive verb (hold aloft)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Everybody ran when he started waving a gun.

ανεμίζω, κουνώ, κουνάω

transitive verb (agitate, make flutter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spectators at the parade were waving flags.

κάνω κυματιστό

transitive verb (hair: curl)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She waved her hair using her curling iron.
Έκανε τα μαλλιά της κυματιστά με ένα σίδερο για μπούκλες.

διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει

phrasal verb, transitive, separable (dismiss with hand gesture)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω νόημα σε κπ/κτ να φύγει

phrasal verb, transitive, separable (dismiss [sb/sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαιρετάω κι εγώ, χαιρετώ κι εγώ

(greet in return)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει

phrasal verb, transitive, separable (signal [sth/sb] to stop)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαιρετώ, γνέφω

phrasal verb, transitive, separable (gesture goodbye to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The onlookers waved the train off as it left the station.
Οι θεατές χαιρέτησαν το τρένο καθώς έφευγε από τον σταθμό.

χαιρετώ, γνέφω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (dismiss, disregard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκεφαλικό κύμα

noun (usually plural (electrical impulse in the brain)

Brainwaves carry messages throughout our bodies.

φαεινή ιδέα

noun (figurative, informal (good idea)

I had the brainwave of using apricots instead of dates, and the cake was delicious.

κύμα ψύχους, κύμα παγωνιάς

noun (period of extremely cold weather)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The weather bureau forecast a cold wave.

τεχνική για μπούκλες

noun (hairdressing: type of perm) (κομμωτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κύμα εγκληματικότητας

noun (rise in rate of crime)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A crime wave has been sweeping across the country.

βαρυτικό κύμα

noun (physics, astronomy)

καύσωνας

noun (period of hot weather)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A heatwave in January is unusual for this part of the country.

Νέο Κϋμα

noun (1960s cinema)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περμανάντ

noun (dated (hairstyle: artificial curls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the 1980's many girls had a permanent wave to make their hair curly.

ραδιοκύμα

(electronics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σεισμική δόνηση

noun (earthquake: tremor, vibration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωστικό κύμα

noun (air pressure after explosion)

αναταραχή

noun (figurative, usually plural (violent disturbance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scandal sent shock waves through the whole community.

ημιτονοειδής συνάρτηση

noun (physics)

ηχητικό κύμα

noun (physics)

παλιρροιακό κύμα, τσουνάμι

noun (literal (tsunami)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The town of Hilo in Hawaii has suffered several deadly tidal waves in the last century.

παλιρροιακό κύμα

noun (figurative (big surge) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've received a tidal wave of orders for our new product.

κουνάω

(cause to flutter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουνάω

(hold aloft, brandish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυματικό πάρκο

noun (facility: generates tidal power)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνάρτηση κύματος

noun (physics: wave equation solution)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γνέφω σε κπ να συνεχίσει

(signal to move forward)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζώνη συχνοτήτων

noun (radio: frequency range) (έυρος συχνοτήτων)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κυματομορφή

noun (physics: shape of a wave)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The waveform of a current refers to its shape on a graph of signal strength plotted against time.

κυματοδηγός

noun (tube that guides microwaves)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του waved στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του waved

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.