Τι σημαίνει το vení στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vení στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vení στο ισπανικά.
Η λέξη vení στο ισπανικά σημαίνει έρχομαι, βγαίνω, έρχομαι, φτάνω, έρχομαι, προέρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, πάω, έρχομαι, προχωράω, προχωρώ, έρχομαι, περνάω, περνώ, -, μένω δίπλα, τριγυρίζω, ακολουθώ, πηγαίνω, κατάγομαι, είμαι, τι πρόκειται να συμβεί, εναλλάσσω μεταξύ, ακολουθώ, επόμενος, ερχόμενος, ακολουθώ, έρχομαι, με το που ήρθε, έφυγε, άσχετος με, δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία, αυτό είναι, αδιάκοπο πηγαινέλα, ευκολία, μέλλον, επόμενες γενιές, ακολουθώ, έπομαι, φέρνω, πηγαινοέρχομαι, Έλα όπως είσαι, γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμη, κατηγοριοποιούμαι, χρειάζομαι, έρχομαι ειρηνικά, έρχομαι τρέχοντας, είμαι κληρονομικός, τρέχω γύρω-γύρω, δεν παράγομαι πια, προηγούμαι, έρχομαι μαζί με κπ, αναδύομαι από κτ/κπ, προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω, πετάγομαι, συνοδεύω, παρακολουθώ, ξεστομίζω, προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ, παλινδρομικός, παλίνδρομος, άσχετος με κτ, κάνω εμφάνιση-αστραπή, αδιάκοπο πηγαινέλα, λειτουργώ με διακοπές, έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ, θα ήθελα, προηγούμαι, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, προηγούμαι, προέρχομαι από κτ, συνεπάγομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, είμαι φευγαλέος, ακριβοθώρητος, πηγαίνω από το ένα στο άλλο, συνοδεύομαι από κτ, φέρνω, είμαι κομμάτι του/της, πηγαίνω μαζί, καλώ, πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ, βοηθάω, βοηθώ, τυχαίνει σε κπ, προκύπτω, απορρέω, προέρχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vení
έρχομαι(moverse hacia uno) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven aquí y lee esto. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
βγαίνωverbo intransitivo (είμαι διαθέσιμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La crema de afeitar viene en lata. Ο αφρός ξυρίσματος διατίθεται σε μεταλλικό δοχείο. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El otoño viene antes que el invierno en las estaciones del año. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La línea de autobuses no llega tan lejos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
έρχομαι, προέρχομαι(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El mal olor provenía del basurero municipal. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ayer llegué de Chicago. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La lluvia apareció (or: vino) de la nada. |
πάω(κάπου ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dijo que haría todo lo posible para venir, pero que probablemente llegaría tarde. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vienes más tarde, podemos hacer los deberes juntos. Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας. |
προχωράω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi proyecto de historia viene bien. Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά. |
έρχομαι, περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven esta tarde y miramos juntos una película. Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Te vienes al pub con nosotros? Θα έρθεις μαζί μας στην παμπ; |
μένω δίπλαverbo intransitivo (orden, perro) (σε κπ) Le ordenó a su perro que venga. Πρόσταξε τον σκύλο της να μείνει δίπλα της. |
τριγυρίζω(ασθένεια: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Megan está estornudando mucho hoy, creo que se viene un resfrío. Η Μέγκαν φτερνίζεται συνέχεια σήμερα· πρέπει να την τριγυρίζει κανένα κρύωμα. Νιώθω ότι έρχεται καταιγίδα. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hermano pequeño siempre quería sumarse. Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo vas? Πώς τα πας; |
κατάγομαι, είμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella procede de la India. Él es procedente de una parte muy pobre del país. Κατάγεται (or: Είναι) από την Ινδία. Κατάγεται (or: Είναι) από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας. |
τι πρόκειται να συμβεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No importa cuáles sean nuestros planes, nunca sabemos a ciencia cierta lo que nos espera. |
εναλλάσσω μεταξύ
|
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En el alfabeto, la B le sigue a la A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
επόμενος, ερχόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Espero ansioso trabajar contigo en las semanas próximas. Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo que sigue es un ejemplo de cómo no hay que actuar. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Presientes cuándo nacerá tu bebé? Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό; |
με το που ήρθε, έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llegó y se fue de la reunión antes de que nadie se diera cuenta. |
άσχετος με
El hecho de que él esté casado no viene al caso. Το αν είναι παντρεμένος ή όχι είναι άσχετο. |
δεν είναι σημαντικό, δεν έχει σημασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Eso es justo lo que necesitabas! Ahora seguro que ganas la feria de ciencias. |
αδιάκοπο πηγαινέλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το αδιάκοπο πήγαινε έλα των επισκεπτών της βιβλιοθήκης δε με άφησε να συγκεντρωθώ. |
ευκολίαlocución verbal (AR, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Acá nada viene de arriba, si no trabajás, no comés. |
μέλλονnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El científico afirma que el cuidado del medioambiente deberá ser la prioridad en el mundo por venir. |
επόμενες γενιές
|
ακολουθώ, έπομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de la letra S, la letra T es la que sigue en el alfabeto inglés. |
φέρνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si querés un vaso de agua vení a buscarlo. |
πηγαινοέρχομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durante el recreo los estudiantes pueden ir y venir como deseen. |
Έλα όπως είσαιlocución verbal (vestimenta informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Qué debo ponerme para la fiesta? Ven tal y como estás. |
γεννιέμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vino al mundo pateando y gritando como el resto de nosotros. |
έρχομαι στο μυαλό/στη μνήμηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tras mucho pensar sobre el asunto, cuando lo dejé de lado fue cuando me vino a la mente el dato. |
κατηγοριοποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Este informe viene bajo el título de "Finanzas", así que debería archivarse en esa carpeta. |
χρειάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre llevo sujetapapeles en el bolsillo; nunca se sabe cuándo me pueden ser útiles. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το βιβλίο που μου έδωσες μου φάνηκε πολύ χρήσιμο για την πτυχιακή μου. |
έρχομαι ειρηνικάlocución verbal No temas, vengo en son de paz. |
έρχομαι τρέχονταςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los chicos vinieron corriendo en cuanto sintieron el olor a las galletitas que su madre estaba cocinando. |
είμαι κληρονομικός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Los ojos azules deben de ser un rasgo de la familia de Anita porque todas sus hermanas los tienen. |
τρέχω γύρω-γύρω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν παράγομαι πια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo lamento señora pero ese modelo de refrigerador ha sido discontinuado. Déjeme mostrarle nuestros nuevos modelos. Λυπάμαι κυρία, αυτός ο τύπος ψυγείου δεν παράγεται πια. Αφήστε με να σας δείξω τα καινούρια. |
προηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El número 2 viene antes del 3 y el 4 viene antes del 5. |
έρχομαι μαζί με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me voy. ¿Vas a venir conmigo o no? Φεύγω τώρα. Θα με συνοδεύσεις ή όχι; |
αναδύομαι από κτ/κπ
Un mal olor emanaba de la despensa. |
προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿De dónde vino esa idea? |
πετάγομαιlocución verbal (AR) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Voy y vengo al centro comercial, regreso en 10 minutos. Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά. |
συνοδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me acompañas a la tienda? Θα με συνοδέψεις στο κατάστημα; |
παρακολουθώverbo intransitivo (χωρίς συμμετοχή: κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me dejaban ir de oyente a las reuniones, pero sin voz ni voto. |
ξεστομίζω(figurado) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podía creer que me viniera con ese comentario. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο. |
προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ
Estos problemas vienen de los ataques terroristas de hace unos años. Αυτά τα προβλήματα προέρχονται (or: απορρέουν) από την τρομοκρατική επίθεση που έγινε πριν μερικά χρόνια. |
παλινδρομικός, παλίνδρομος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es muy relajante sentarse en la playa a ver las olas moverse de acá para allá. |
άσχετος με κτ
Tus comentarios son irrelevantes para esta discusión. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα σχόλιά σου είναι άσχετα με τη συζήτηση. Υπολογίζω ότι περίπου η μισή σου έκθεση είναι άσχετη με το θέμα. |
κάνω εμφάνιση-αστραπή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έκανε μια εμφάνιση-αστραπή στη συνάντηση. Σχεδόν δεν τον πήραμε είδηση. |
αδιάκοπο πηγαινέλαlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λειτουργώ με διακοπέςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La recepción inalámbrica es bastante inestable aquí, mi conexión viene de a ratos. |
έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los tiempos difíciles siempre vienen aparejados de oportunidades para los que ponen su empeño en la innovación. |
θα ήθελα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me vendría bien una taza de té. ¿Me haces una? |
προηγούμαι(είμαι πρώτος σε σειρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Qué vino primero, el huevo o la gallina? |
έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) En el alfabeto del inglés, la Z es la última letra. |
προηγούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El bienestar de mi familia viene (or: va) antes que cualquier otra cosa. Η ευημερία της οικογένειάς μου προηγείται. |
προέρχομαι από κτ(έχω ως πηγή) Tres cuartos de nuestros suministros diarios de agua vienen de lagos, ríos y arroyos. Τα τρία τέταρτα της ημερήσιας προμήθειάς μας σε νερό προέρχονται από λίμνες, ποτάμια και ρυάκια. |
συνεπάγομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El éxito viene con trabajo duro. Η επιτυχία συνεπάγεται σκληρή δουλειά. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι(από κτ, μέσα από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un topo vino de un agujero en la tierra. Ένας τυφλοπόντικας ξεπρόβαλλε από μια τρύπα στο χώμα. |
είμαι φευγαλέος, ακριβοθώρητοςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Como nos enseñó la Gran Depresión, la estabilidad financiera va y viene. |
πηγαίνω από το ένα στο άλλο(figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Parece que me paso el tiempo yendo y viniendo entre la depresión y el enojo. |
συνοδεύομαι από κτ
Αυτό το χάμπουργκερ συνοδεύεται από πατάτες; |
φέρνω(άτομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trae a un amigo cuando vengas a cenar. Φέρε και κάποιον φίλο σου, όταν έρθεις για το δείπνο. |
είμαι κομμάτι του/της
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Como doctor me cuesta dar malas noticias, pero es parte del trabajo. |
πηγαίνω μαζί
Jack y yo vamos al cine esta tarde; puedes acompañarnos si quieres. Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avise al siguiente candidato, por favor. Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ. |
πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy nos acompañó al parque. Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un poco de sal le vendría bien a su cocina. Λιγάκι αλάτι θα βοηθούσε την μαγειρική του. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το να σηκώσεις την άλλη άκρη του τραπεζιού. |
τυχαίνει σε κπ(evento, accidente, suceso) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Eso es lo peor que me ha pasado en la vida. Είναι ό,τι χειρότερο μου έτυχε ποτέ. |
προκύπτω, απορρέω, προέρχομαι(από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sus alucinaciones vienen directamente de su esquizofrenia. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vení στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vení
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.