Τι σημαίνει το vendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vendre στο Γαλλικά.
Η λέξη vendre στο Γαλλικά σημαίνει πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, εμπορεύομαι, πουλώ, εξαργυρώνω, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, εμπορεύομαι, εμπορεύομαι, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, πουλάω, πουλώ, διακινώ, προμηθεύω, εμπορεύομαι, πλασάρω, εμπορεύομαι, πουλάω, πουλώ, ξεπουλάω, ξεπουλιέμαι, πουλάω κτ σε κπ, πουλώ κτ σε κπ, πείθω κπ για κτ, πουλάω, πουλιέμαι, πωλούμαι, μιλάω, περιζήτητος, προς πώληση, βάζω προς πώληση σε δημοπρασία, πουλάω με έκπτωση, πουλάω σε πλειστηριασμό, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, ξεφουρνίζω, καρφώνω, κοστίζω, κάνω, πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ, είμαι φθηνότερος από κπ, ξεπερνώ σε πωλήσεις, υπερκοστολογώ, πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσεις, κάνω up sell, πουλάω χοντρική, πουλώ σε πλειστηριασμό, πουλώ σε δημοπρασία, δημοπρατώ, δεν πουλώ κτ αρκετά καλά, ξεπερνώ σε πωλήσεις, κάνω ανατίμηση σε κτ, προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρω, διαλαλώ, διακινώ κτ παράνομα, που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ, αποκαλύπτω, κινούμαι, πωλούμαι, αγοράζω και πουλώ, κάνω ανοιχτή πώληση, εμπορεύομαι, πουλάω χονδρικά, πιάνω, σκοτώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κατακυρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vendre
πουλάω, πουλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vend des journaux pour 50 centimes pièce. Πουλάει εφημερίδες 50 σεντς τη μια. |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vend des métaux précieux. Πουλάει πολύτιμα μέταλλα. |
πουλάω, πουλώ(στη λιανική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμπορεύομαι, πουλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vend des produits d'alimentation générale. |
εξαργυρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'étais à court d'argent liquide, alors j'ai vendu mes parts dans M&S. |
πουλάω, πουλώverbe transitif (des produits) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que tu vends toujours des assurances ? Ακόμη πουλάς ασφάλειες; |
πουλάω, πουλώverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jon a vendu des assurances-vie pour gagner sa vie après avoir perdu son emploi d'agent immobilier. Ο Τζον πουλούσε ασφάλειες ζωής για να τα βγάλει πέρα αφού έχασε τη δουλειά του ως μεσίτης. |
εμπορεύομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le magasin vend uniquement des meubles griffés. Αυτό το κατάστημα εμπορεύεται μόνο επώνυμα έπιπλα. |
εμπορεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette société vend des machines industrielles. |
πουλάω, πουλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous pouvons vendre trente caisses de cet article cette semaine. |
πουλάω, πουλώ(de la drogue,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune homme a été arrêté pour avoir vendu de la drogue. |
πουλάω, πουλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Désormais, Mme Sellers vend des chaussures. |
διακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons vendre la marchandise avant la fin de l'année fiscale. |
προμηθεύωverbe transitif (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise de Ben vendait des pièces auto aux concessionnaires locaux. |
εμπορεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλασάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le représentant des ventes cognait à toutes les portes dans la rue, faisant l'article de ces marchandises. Ο αντιπρόσωπος πωλήσεων πήγαινε από πόρτα σε πόρτα πλασάροντας τα προϊόντα του |
εμπορεύομαι(illégal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fait fortune en faisant du trafic d'armes illégales. Έκανε περιουσία εμπορευόμενος παράνομα όπλα. |
πουλάω, πουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λυπάμαι, αυτή τη μάρκα δεν τη δουλεύουμε. |
ξεπουλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est toujours énervant d'arriver à la billetterie et qu'on vous dise que tout a été vendu. Είναι πάντα ενοχλητικό να φτάνεις στο γκισέ και να σου λένε ότι έχουν ξεπουλήσει. |
ξεπουλιέμαι(μειωτικό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο καλλιτέχνης ξεπουλήθηκε και άρχισε να κάνει εμπορικές δουλειές. |
πουλάω κτ σε κπ, πουλώ κτ σε κπ
Il a eu beau essayer encore et encore, il n'a pas réussi pas à lui vendre la voiture. Όσο σκληρά κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να της πουλήσει το αυτοκίνητο. |
πείθω κπ για κτ(figuré, familier) Il a eu beau essayer encore et encore, il n'a pas réussi pas à lui vendre l'idée. Όσο σκληρά και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να την πείσει για την ιδέα του. |
πουλάω, πουλιέμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que ces chemises se vendent vraiment ? Πωλούνται στ' αλήθεια αυτά τα πουκάμισα; |
πωλούμαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le livre rare partira vite lors de la vente aux enchères. |
μιλάω(dévoiler des secrets) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après quatre heures d'interrogatoire, le témoin a fini par parler. |
περιζήτητοςlocution adjectivale (για πώληση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nouveau service de télévision par câble sera facilement vendable (or: facile à vendre) car l'ancien était vraiment horrible. |
προς πώληση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il y a un panneau "à vendre" dans le jardin de Richard. Στον κήπο του Ρίτσαρντ υπάρχει μια ταμπέλα που λέει «Πωλείται». |
βάζω προς πώληση σε δημοπρασίαverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons vendu notre maison aux enchères, mais nous n'en avons pas obtenu le prix escompté. Βάλαμε το σπίτι μας προς πώληση σε δημοπρασία αλλά δεν λάβαμε ούτε κατά διάνοια το ποσό που ελπίζαμε. |
πουλάω με έκπτωσηverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πουλάω σε πλειστηριασμόverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα(figuré) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John ne sait pas garder un secret : je savais qu'il finirait par vendre la mèche concernant la fête. |
βγάζω τ'άπλυτα στην φόραlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Merci d'avoir craché le morceau à propos de ma grossesse ! |
ξεφουρνίζω, καρφώνω(αποκαλύπτω, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοστίζω, κάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les grands supermarchés peuvent vendre moins cher (or: proposer une meilleure offre) que les magasins familiaux. |
είμαι φθηνότερος από κπverbe transitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ξεπερνώ σε πωλήσειςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) David a plus vendu que les autres commerciaux de son entreprise. |
υπερκοστολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πραγματοποιώ ακάλυπτες πωλήσειςlocution verbale (rencontre sportive, spectacle) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω up sell(μάρκετινγκ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πουλάω χοντρικήverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il vend du bois de chauffage en gros, on ne peut acheter chez lui qu'un mètre cube minimum. |
πουλώ σε πλειστηριασμό, πουλώ σε δημοπρασίαverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour éponger leurs dettes, ils vont vendre tous leurs biens aux enchères. |
δημοπρατώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η ομάδα ευαισθητοποίησης για τον αυτισμό έβγαλε σε δημοπρασία πράγματα που τους είχαν χαριστεί για να συγκεντρώσει χρήματα. |
δεν πουλώ κτ αρκετά καλάverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνώ σε πωλήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les iPhones se sont mieux vendus que les autres smartphones cette année. |
κάνω ανατίμηση σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρωverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle est à New York, à essayer de vendre son nouveau roman. |
διαλαλώverbe transitif (έμφαση στις φωνές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ken aime bien observer les gens vendre leurs marchandises à la criée dans les marchés. Στον Κεν αρέσει να βλέπει κόσμο να διαλαλεί την πραγμάτεια του στις αγορές. |
διακινώ κτ παράνομα
Elle a fait de la contrebande de passeports pour les clandestins durant des années. |
που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ(établissement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκαλύπτωlocution verbale (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινούμαιverbe pronominal (produit, marchandise) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le nouveau produit ne se vend pas. Το νέο εμπόρευμα δεν πουλάει. |
πωλούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce produit ne se vend pas au détail, mais uniquement à la tonne. |
αγοράζω και πουλώverbe transitif (marché boursier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son métier consiste à acheter et vendre des actions. |
κάνω ανοιχτή πώλησηverbe transitif (Finances : bourse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a vendu à découvert car il pensait que le prix allait s'effondrer. |
εμπορεύομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce magasin vend et achète des jeux vidéo d'occasion. |
πουλάω χονδρικάverbe transitif Ce distributeur vend des chaussures en gros. |
πιάνωverbe pronominal (μτφ, καθομ: τιμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pendentif en or s'est vendu à bon prix lors des enchères. |
σκοτώνω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société était accusée de vendre des voitures à bas prix sur le sol américain. Η εταιρεία κατηγορήθηκε για ντάμπινγκ αυτοκινήτων στην αμερικάνικη αγορά. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locution verbale |
κατακυρώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του vendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.