Τι σημαίνει το tourist στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tourist στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tourist στο Αγγλικά.

Η λέξη tourist στο Αγγλικά σημαίνει τουρίστας, τουρίστρια, τουριστικός, τουριστικός, στην οικονομική θέση, αξιοθέατο, τουριστικός προορισμός, ξεναγός, τουριστικός οδηγός, τουριστικό περίπτερο, τουριστικό γραφείο, τουριστική προβολή, τουριστική περίοδος, τουριστικό αξιοθέατο, τουριστική πόλη, τουριστική περιοχή με ακριβά και κακής ποιότητας προϊόντα, κέντρο επισκεπτών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tourist

τουρίστας, τουρίστρια

noun (traveller)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
In summer, this town is full of tourists.
Το καλοκαίρι αυτή η πόλη είναι γεμάτη τουρίστες.

τουριστικός

noun as adjective (of travellers)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tourist numbers were a little lower than last year.
Ο αριθμός των τουριστών ήταν λίγο πιο χαμηλός από ότι πέρυσι.

τουριστικός

noun as adjective (for travellers)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can get information from the tourist office. This island is a popular tourist destination.

στην οικονομική θέση

adverb (mainly US (tourist-class)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The senator says he travels tourist, as he doesn't see why tax payers should foot the bill for him to travel in style.

αξιοθέατο

noun ([sth] visited by sightseers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The 'Big Banana' is a tourist attraction in Australia.

τουριστικός προορισμός

noun (place popular with sightseers)

ξεναγός

noun (person who leads tourists)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A tourist guide showed us around the city.

τουριστικός οδηγός

noun (book for travelers)

I bought a tourist guide to Sardinia.

τουριστικό περίπτερο

noun (visitors' information booth)

τουριστικό γραφείο

noun (information centre for sightseers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τουριστική προβολή

noun (marketing, ads, etc.)

τουριστική περίοδος

noun (peak period for holidaymakers)

τουριστικό αξιοθέατο

noun (place visited by holidaymakers)

τουριστική πόλη

noun (city visited by holidaymakers)

τουριστική περιοχή με ακριβά και κακής ποιότητας προϊόντα

noun (figurative, informal (site that exploits sightseers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All the shops near the beach are tourist traps selling low-quality merchandise.

κέντρο επισκεπτών

noun (tourist information office)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tourist στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.