Τι σημαίνει το tornar-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tornar-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tornar-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη tornar-se στο πορτογαλικά σημαίνει γίνομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι, καταλήγω, γίνομαι, γίνομαι, γίνομαι, κυριαρχώ, πέφτω σε αχρηστία, καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, γίνομαι φίλος, γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός, ελαττώνομαι, μειώνομαι, αχρηστεύομαι, μπερδεύομαι, συγχύζομαι, παρανοώ, μπαγιατεύω, ισιώνω, γίνομαι φιλικός, παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ, εξελίσσομαι σε κτ, παλιώνω, σκληραίνω, γίνομαι βαρετός, τελειοποιώ, γίνομαι εύθραυστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tornar-se

γίνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Aquele cliente está se tornando um problema e tanto.
Αυτός ο πελάτης εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα.

γίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
A lagarta transformou-se em mariposa.
Η κάμπια μεταμορφώθηκε σε νυχτοπεταλούδα.

εξελίσσομαι

(γίνομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

(alcançar uma condição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Como você se tornou biólogo marinho? Essa camisa simplesmente não fica limpa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις;

γίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As folhas tornavam-se mingau sob os pés.
Τα φύλλα μετατράπηκαν σε πολτό κάτω από τα πόδια μας.

γίνομαι

verbo pronominal/reflexivo (mudar de cor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No outono, as folhas se tornaram marrons.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έπεσε μια κόκκινη κάλτσα μέσα στο πλυντήριο και όλα τα άσπρα ρούχα έγιναν ροζ.

γίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Disseram que ele nunca chegaria a ser muita coisa na vida.

κυριαρχώ

(vencer ou se tornar dominante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω σε αχρηστία

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

(crescer, tornar-se um adulto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

γίνομαι φίλος

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Αρχικά μισούσαμε ο ένας τον άλλο, αλλά με τον καιρό γίναμε φίλοι.

γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O vento diminuiu e o mar se acalmou.
Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.

αχρηστεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπερδεύομαι, συγχύζομαι, παρανοώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαγιατεύω

(alimento: perder o sabor com o tempo) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ισιώνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι φιλικός

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ

(σε οικογένεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξελίσσομαι σε κτ

locução verbal

O blog dela finalmente tornou-se útil como forma de ganhar dinheiro?
Έχει, τελικά, εξελιχθεί το μπλόγκινγκ σε δραστηριότητα από την οποία μπορεί κανείς να βγάλει χρήματα;

παλιώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκληραίνω

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι βαρετός

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se tornou um especialista em cirurgia cardíaca em apenas dois anos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τελειοποίησε τα αγγλικά του σε μόλις 3 χρόνια.

γίνομαι εύθραυστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tornar-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.