Τι σημαίνει το suelta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suelta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suelta στο ισπανικά.

Η λέξη suelta στο ισπανικά σημαίνει αφήνω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, λύνω, ξεδένω, λύνω, ξεζεύω, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, ξεφουρνίζω, αφήνω κπ να βγει έξω, αφήνω, αφήνω, εκτοξεύω, φτύνω, αφήνω, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, λέω, ξεστομίζω, μου ξεφεύγει κτ, λύνω, αμολάω, πετάω, ξεκολλάω, ξεκολλώ, ξερνάω, χαλαρώνω, λύνω, χαλαρώνω, ελευθερώνω, απαριθμώ, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, χαλαρώνω, εκτονώνω, ξεσπάω, λύνω, απελευθερώνω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, χαλαρώνω, χαλαρώνω, λύνω, λύνω, φτύνω, ρίχνω, απελευθερώνω, ελευθερώνω, πλατειάζω, ρίχνω, αποσυμπλέκω, λέω κτ για να ξαλαφρώσω, που δεν έχει αποδεσμευτεί, αφήνω, που τον έχουν κρατήσει, αφήνω κπ ελεύθερο, αρνούμαι να μιλήσω, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα, βγάζω στη φόρα, υπαινίσσομαι, βάζω τα γέλια, χαχανίζω, λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό, αποκαλύπτω, μαρτυράω, ξεπληρώνω, ξεχρεώνω, πετώ, αφήνω, λύνω, αφήνω ελεύθερο, το σφυρίζω, κρατάω γερά, δεν αφήνω, βγάζω τα άπλυτα στο φόρα, βρίζω, ξεστομίζω, λέω, δεν βγάζω λέξη για κτ, πετάω, βρίζω, παγιδεύομαι, βρίζω, κάνω κήρυγμα, χάνω, σπινθηρίζω, αποφυλακίζω, αποφυλακίζω, βγάζω, πετάω, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ, στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suelta

αφήνω

(objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No pude aguantar más la cuerda y tuve que soltarla.
Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω.

αποδεσμεύω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suelta el freno de mano antes de acelerar.

λύνω, ξεδένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεζεύω

(για ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los perros estaban haciendo tanto ruido que tuve que soltarlos en el cercado.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tienes el dinero que me debes, así que ¡suéltalo!

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

verbo transitivo (coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quiere que le compre una entrada para el concierto, tendrá que soltar la pasta antes.
Αν θέλει εισιτήρια για τη συναυλία καλά θα κάνει να μου σκάσει πρώτα το παραδάκι.

ξεφουρνίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para la sorpresa de su madre, él soltó todos los detalles sobre su enfermedad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου ξεφούρνισε το μυστικό για την παράνομη σχέση που διατηρούσε.

αφήνω κπ να βγει έξω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡No te olvides de soltar al gato cuando cierres la puerta a la noche!
Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω!

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Suéltame, abusón!
Άφησε με, παλιονταή!

αφήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El padre soltó a su hija cuando ella vio a su abuela.
Ο πατέρας άφησε το χέρι της κόρης του όταν είδε τη γιαγιά.

εκτοξεύω, φτύνω

(insultos) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viejo Larry se sentaba en su porche delantero y soltaba insultos a los escolares que iban pasando.
Ο γερο-Λάρυ πάντα καθόταν στην μπροστινή αυλή του και εκτόξευε βρισιές στους μαθητές που περνούσαν.

αφήνω

(κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

(informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stan finalmente soltó la plata que nos debía.

λέω, ξεστομίζω

(figurado) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ana soltó un grito cuando el gato le saltó encima.

μου ξεφεύγει κτ

(informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaré en problemas si sueltas el secreto.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suelta el freno de mano y pon la primera.
Λύσε το χειρόφρενο και τώρα βάλε πρώτη ταχύτητα.

αμολάω

verbo transitivo (ναυσιπλοΐα: σχοινί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy no dejaba de soltar tonterías.

ξεκολλάω, ξεκολλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξερνάω

(figurado, coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tan pronto como la policía empezó a interrogarlo, el criminal soltó todo lo que sabía sobre el plan de robo.

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt aflojó su agarre sobre la cuerda.
Ο Ματ χαλάρωσε το χέρι του στο σχοινί.

λύνω

(nudo) (κόμπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira si puedes desatar este nudo.
Δες αν μπορείς να λύσεις αυτόν τον κόμπο.

χαλαρώνω

(músculos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω

(από δεσμά, χειροπέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαριθμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ganador del premio recitó una larga lista de toda la gente a la que quería agradecer.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No puedo creer que pusimos 200 pesos para ver este espectáculo malísimo.

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom aflojó la cuerda que estaba atada al árbol.
Ο Τομ χαλάρωσε το σχοινί που ήταν δεμένο στο δέντρο.

εκτονώνω, ξεσπάω

(rabia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A veces, cuando Linda tiene un mal día en el trabajo, necesita descargar su frustración cuando llega a casa.
Μερικές φορές, όταν η Λίντα περάσει κακή μέρα στη δουλειά, πρέπει να εκτονώσει την έντασή της όταν γυρίσει στο σπίτι της.

λύνω

(a alguien) (απελευθερώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alguien desató a los caballos y se escaparon.
Κάποιος έλυσε τα άλογα και αυτά έφυγαν.

απελευθερώνω, αποδεσμεύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roberto aflojó el agarre de la barra.

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El instructor del club de golf le dijo que aflojara su agarre.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deshizo el nudo de la cuerda.

λύνω

(perro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El perro se esforzaba por liberarse, así que Janine lo desató.

φτύνω

(coloquial) (μεταφορικά: λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Te odio! —espetó.

ρίχνω

(a la ligera) (μεταφορικά, καθομιλουμένη: ιδέα, πρόταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La reunión estaba casi terminada cuando Adam mencionó una idea para aumentar la productividad.
Η συνάντηση είχε σχεδόν τελειώσει, όταν ο Άνταμ έριξε την ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας.

απελευθερώνω, ελευθερώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Defensores de los animales liberaron a los animales de la granja.

πλατειάζω

(ES)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El político estaba soltando un rollo en el podio.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La organización humanitaria a veces lanza suministros desde un avión en las zonas de desastre.

αποσυμπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω κτ για να ξαλαφρώσω

(ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me contó todos sus miedos.

που δεν έχει αποδεσμευτεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando desembragas, el motor se pone en funcionamiento.
Όταν αφήσεις το συμπλέκτη θα πάρει μπρος ο κινητήρας.

που τον έχουν κρατήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ ελεύθερο

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando vieron que podía hacer el trabajo, soltaron sus ataduras y ascendió rápidamente.
Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση.

αρνούμαι να μιλήσω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo interrogaron durante horas pero no largó prenda.

τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα

locución verbal (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Juan no sabe guardar un secreto. Sabía que soltaría la lengua con lo de la fiesta.

βγάζω στη φόρα

(coloquial, figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπαινίσσομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω τα γέλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαχανίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Papá se rió entre diente de su propio chiste.
Ο πατέρας χαχάνισε με το ανέκδοτό του.

λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me escapé por la puerta de atrás mientras ella hablaba sin cesar.
Το έσκασα από την πίσω μεριά της αίθουσας, ενώ εκείνη συνέχιζε να φλυαρεί.

αποκαλύπτω, μαρτυράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juan hizo lo mejor que pudo por no soltar prenda sobre la fiesta sorpresa de Juana.
Ήμουν ταραγμένος, αλλά δεν το έδειξα.

ξεπληρώνω, ξεχρεώνω

locución verbal (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sólo falta tu parte, así que suelta la mosca.

πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"¡No fui yo!", soltó abruptamente Jack a la defensiva.

αφήνω

(αφήνω από τα χέρια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνω

(τα δεσμά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω ελεύθερο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dejó sueltos a sus perros en mi jardín y me hicieron un desastre.
Έλυσε τα σκυλιά του στο γκαζόν μου και το έκαναν χάλια!

το σφυρίζω

locución verbal (MX) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Juan soltó la sopa antes de tiempo y arruinó la sorpresa.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si la langosta te pinza el dedo, no lo soltará.

βγάζω τα άπλυτα στο φόρα

(AR, coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεστομίζω, λέω

(CL) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabía que tarde o temprano soltaría la pepa.
Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα.

δεν βγάζω λέξη για κτ

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mejor que no sueltes prenda sobre las galletitas que faltan.
Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν.

πετάω

locución verbal (figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me gusta la manera que soltó su disculpa como por casualidad.
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη.

βρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es de mala educación decir palabrotas.
Είναι αγένεια να βρίζεις.

παγιδεύομαι

(εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No me soltó y estuve dos horas hablando con él.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Παγιδεύτηκε μόνη της μαζί του και της μιλούσε για δύο ώρες.

βρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños no deberían insultar (or: maldecir) a sus padres.
Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους.

κάνω κήρυγμα

(μτφ: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La madre de Laura la sermoneó durante veinte minutos sin parar.
Η μητέρα της Λάουρα της έκανε κήρυγμα επί είκοσι λεπτά συνεχόμενα.

χάνω

(deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El receptor dejó caer el balón y el otro equipo recuperó la posesión.
Ο παίχτης έχασε τη μπάλα και η άλλη ομάδα την έπιασε.

σπινθηρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El mecánico revisó el motor para ver si los enchufes soltaban chispas.
Ο μηχανικός έλεγξε τη μηχανή για να δει εάν σπινθήριζαν τα βύσματα.

αποφυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las autoridades liberaron al prisionero.

αποφυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La junta de libertad condicional liberó al hombre de la prisión.

βγάζω, πετάω

(agua)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La manguera escupió un chorro de agua.

ελευθερώνω κπ/κτ από κτ

No pudo soltar el sedal de la hierba.

στέλνω κπ/κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los cazadores soltaron a los perros para que sigan el rastro.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suelta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.