Τι σημαίνει το starter στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης starter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του starter στο Αγγλικά.
Η λέξη starter στο Αγγλικά σημαίνει ορεκτικό, μίζα, νέος, προζύμι, αρχικός, ορεκτικό, ορεκτικό, εκκινητήρας, μανιβέλα, καταλύτης, άτομο με πρωτοβουλία, προζύμι, αρχική καλλιέργεια, καλλιέργεια εκκίνησης, βασικός εξοπλισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης starter
ορεκτικόnoun (mainly UK (food: first course) The waiter served the diners their starters. Ο σερβιτόρος σέρβιρε στους πελάτες τα ορεκτικά τους. |
μίζαnoun (machine part) (αυτοκινήτου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The mechanic told Jim he needed a new starter for his engine. Ο μηχανικός είπε στον Τζιμ πως χρειαζόταν νέα μίζα για τη μηχανή του. |
νέοςnoun (person starting [sth]) (που τώρα ξεκινά) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) The director of the course held a meeting for all the starters. |
προζύμιnoun (wild yeast mix for making bread) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tania is a keen baker and uses her starter regularly to bake sourdough bread. |
αρχικόςnoun as adjective (to start with) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ορεκτικόnoun (often plural (small portion before meal) (κυρίως στην Ελλάδα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Would you like to order an appetizer before the main course? Θα θέλατε να παραγγείλετε κάποιο ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο; |
ορεκτικόnoun (figurative (taster of [sth]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The opening band was just an appetiser to get the crowd excited for the headliner. Η μπάντα που έπαιξε πρώτη ήταν απλώς το ορεκτικό, ώστε το πλήθος να ξεσηκωθεί για τον σταρ. |
εκκινητήραςnoun (device used to start car engine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μανιβέλαnoun (device to start an engine) (σε μοτοσυκλέτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταλύτηςnoun (figurative (catalyst to [sth]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άτομο με πρωτοβουλίαnoun (person with initiative) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jim's a real self-starter. I never have to assign him work: he finds it by himself. |
προζύμιnoun (bacteria for making bread) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρχική καλλιέργεια, καλλιέργεια εκκίνησηςnoun (bacteria for fermenting yoghurt) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βασικός εξοπλισμόςnoun (set of basic equipment) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του starter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του starter
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.