Τι σημαίνει το soñar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soñar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soñar στο ισπανικά.
Η λέξη soñar στο ισπανικά σημαίνει σόναρ, sonar, βλέπω όνειρο, ακούγομαι, χτυπάω, χτυπώ, χτύπημα, ακούγομαι, ονειρεύομαι, παίζομαι, παίζω, κάτι μου θυμίζει, χτυπάω, χτυπώ, κουδουνίζω, χτυπάω, χτυπώ, παίζω ρυθμικά, παίζω στη διαπασών, χτύπημα, ονειροπολώ, χτυπάω, χτυπώ, ονειρεύομαι, ονειρεύομαι, ονειρεύομαι, εύχομαι, ακούγομαι σαν κτ, φαίνεται, καλώ χτυπώντας το κουδούνι, σημαίνω, ονειροπολώ, στοχεύω ψηλά, κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος, ονειροπόληση, χίμαιρα, ουτοπία, ονειροπόληση, ονειροπόληση, πλαταγίζω τα χείλη, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, σημαίνω συναγερμό, τολμώ να ονειρευτώ, τολμώ να ονειρεύομαι, κάνω δυνατό ήχο, βγάζω δυνατό ήχο, τρέφω την ελπίδα ότι/πως θα κάνω κτ, σφυρίζω, ονειροπολώ, ονειροπολώ, θυμίζω, ονειρεύομαι, χτυπάω, πατάω, κυλάω, χαζεύω, ηχώ, φαντάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soñar
σόναρ, sonarnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Los submarinos usan un sonar para navegar bajo el agua. |
βλέπω όνειροverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy soñando mucho últimamente. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είδα στον ύπνο μου τη γιαγιά μου προχθές. |
ακούγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sus palabras sonaron extrañas. Όσα είπε ακούστηκαν παράξενα. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El teléfono sonó dos veces. Το τηλέφωνο κουδούνισε (or: χτύπησε) δύο φορές. |
χτύπημα(κουδούνι, πόρτα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La clase empieza al sonar la campana. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ακούς το κουδούνισμα; Πήγαινε να ανοίξεις την πόρτα. |
ακούγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sus palabras sonaron convincentes. |
ονειρεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sueña convertirse en astronauta algún día. Φαντασιώνεται (or: φαντασιώνει) ότι θα γίνει αστροναύτης. |
παίζομαι, παίζω(radio, televisión, teatro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Qué hay esta noche? Τι παίζει απόψε; |
κάτι μου θυμίζειverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No sé si lo conozco o no, pero el nombre ciertamente me suena. |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (alarma) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No siempre me levanto cuando suena mi alarma. Δεν ξυπνάω πάντα όταν χτυπάει το ξυπνητήρι μου. |
κουδουνίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡El teléfono está sonando hace cinco minutos! |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sonó el timbre inesperadamente a medianoche. |
παίζω ρυθμικά
Liam entró a la fiesta; la música sonaba y la gente bailaba. Ο Λίαμ περπάτησε προς το χώρο του πάρτι. Η μουσική έπαιζε ρυθμικά και ο κόσμος χόρευε. |
παίζω στη διαπασώνverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sonaba una canción heavy metal en la radio de su auto. Ένα κομμάτι χέβι μέταλ έπαιζε στη διαπασών στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El sonar de las campanas de la iglesia recordó a Liam que debía irse a casa. |
ονειροπολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quieres ser un cantante famoso aunque no tiene oído? Diría que es hora de que dejes de soñar. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El reloj dio las tres. Το ρολόι χτύπησε τρεις. |
ονειρεύομαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soñé que vendrías. Ονειρεύτηκα πως θα έρθεις. |
ονειρεύομαι(μεταφορικά: μελλοντική εικόνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todo el día soñaba con su luna de miel. Αναπολούσε τον μήνα του μέλιτος όλη μέρα. |
ονειρεύομαι, εύχομαι(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchos adolescentes sueñan con convertirse en estrellas pop, pero muy pocos tienen el talento para conseguirlo. Πολλοί έφηβοι ονειρεύονται (or: εύχονται) να γίνουν αστέρια της ποπ μουσικής, λίγοι όμως έχουν το ταλέντο να τα καταφέρουν. |
ακούγομαι σαν κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mis hijos lo llaman música, pero su banda me suena a puro ruido. Τα παιδιά μου το αποκαλούν μουσική, αλλά αυτά που παίζει το συγκρότημά τους εμένα μου ακούγονται σαν φασαρία. |
φαίνεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Por lo que dices, parece que él es una persona desagradable. |
καλώ χτυπώντας το κουδούνιlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La reina sonó la campanilla para llamar a su sirviente. Η βασίλισσα χτύπησε το κουδούνι και κάλεσε τον υπηρέτη της. |
σημαίνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El bombero hizo sonar la alarma. Ο πυροσβέστης σήμανε συναγερμό. |
ονειροπολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rowan miraba por la ventana, fantaseando. |
στοχεύω ψηλάlocución verbal |
κοιμήσου, κοιμήσου όρθιοςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Un día voy a ser millonaria" dijo Caren. "¡Soñar no cuesta nada!" contestó Sara. |
ονειροπόληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me agarraron soñando despierta cuando sonó el teléfono. |
χίμαιρα, ουτοπίαexpresión (PR) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tienes que admitir que la paz mundial es como soñar con pajaritos preñados. |
ονειροπόληση(Αβορίγινες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El Sueño es un concepto clave de la cultura aborigen. |
ονειροπόληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El soñar despierto es mi único escape a este aburrido trabajo de oficina. |
πλαταγίζω τα χείλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινόςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No sé si será verdad, pero parecía sincera cuando me lo contó. |
έρχομαι ξαφνικά/απότομαlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando me informaron que me iban a despedir me sonó como un cachetazo. |
σημαίνω συναγερμόlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando el vigía vio venir a los invasores hizo sonar la alarma para pedir ayuda. |
τολμώ να ονειρευτώ, τολμώ να ονειρεύομαιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tienes todo el talento para lograrlo, anímate a soñar, sé que puedes conseguirlo. |
κάνω δυνατό ήχο, βγάζω δυνατό ήχοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los instrumentos de percusión sonaron ruidosamente cuando los niños de escuela los tocaban. |
τρέφω την ελπίδα ότι/πως θα κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σφυρίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando enciendo la lavadora suena a metal. Όταν θέτω το στεγνωτήριο σε λειτουργία, αρχίζει να παράγει έναν οξύ μεταλλικό ήχο. |
ονειροπολώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Estabas pensando o solo soñando despierto? |
ονειροπολώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θυμίζωexpresión (coloquial, figurado) (μοιάζω με κτ παλιό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ονειρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frecuentemente fantaseo con vivir en un clima más cálido. |
χτυπάω, πατάω(την κόρνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los conductores atrapados en el embotellamiento sonaban el claxon por frustración. |
κυλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No, esa oración no suena natural. |
χαζεύω(μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las chicas adolescentes, con frecuencia sueñan despiertas en clase mientras piensan en chicos. Τα έφηβα κορίτσια συχνά χαζεύουν στην τάξη ενώ σκέφτονται τα αγόρια. |
ηχώlocución verbal (al chocarse) (γενικά: ακούγομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φαντάζομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soñaba despierto con que ganábamos la lotería. Φαντάστηκε ότι θα κερδίζαμε στη λοταρία. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soñar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του soñar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.