Τι σημαίνει το solar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης solar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του solar στο ισπανικά.
Η λέξη solar στο ισπανικά σημαίνει ηλιακός, κομμάτι γης, ηλιακός, ηλιακός, κομμάτι γης, τοπογραφικό σχέδιο, αλάνα, φτιάχνω το πάτωμα, οικόπεδο, περνάω κτ με κτ, sol, ηλιακός, αντιηλιακό, φως του ήλιου, φως της ημέρας, αντηλιακό, λάμπα τεχνητού μαυρίσματος, ηλιακή κηλίδα, ηλιακός συλλέκτης, ηλιακό/φωτοηλεκτρικό κύτταρο, ηλιακή ημέρα, 24ωρο, ηλιακή ενέργεια, θέρμανση με ηλιακή ενέργεια, ηλιακό πλέγμα, ηλιακή ενέργεια, ηλιακό σύστημα, ηλιακό έτος, ηλιακή ακτινοβολία, φωτοβολταϊκό δισκίο πυριτίου, βλάβη από τον ήλιο, σολάριουμ, UV προστασία, αντηλιακό, θερινή ώρα, ηλιακός άνεμος, που έχει σχήμα ήλιου, ηλιακή έκλαμψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης solar
ηλιακόςadjetivo de una sola terminación (σχετικός με τον ήλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una erupción solar ha causado una alteración electrónica en la Tierra. Μια ηλιακή έκλαμψη προκάλεσε ηλεκτρονική διαταραχή στη Γη. |
κομμάτι γηςnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Están planeando construir un supermercado en ese solar. |
ηλιακόςadjetivo de una sola terminación (ενέργεια από τον ήλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mucha gente ahora quiere tener energía solar en sus hogares. Πολλοί άνθρωποι τώρα πια θέλουν ηλιακή ενέργεια στα σπίτια τους. |
ηλιακόςadjetivo de una sola terminación (κάτι που λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tenemos un calentador a energía solar en nuestra casa de playa. Έχουμε έναν ηλιακό θερμοσίφωνα στο παραλιακό μας σπίτι. |
κομμάτι γης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los Smith están comprando un solar para su nueva casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι γης στο κάτω μέρος του κήπου, το οποίο σκοπεύω να μετατρέψω σε λαχανόκηπο. |
τοπογραφικό σχέδιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλάνα(para juegos de pelota) (υπαίθριος χώρος παιχνιδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φτιάχνω το πάτωμα(γενικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los trabajadores van a pavimentar el baño hoy. Οι εργάτες θα φτιάξουν σήμερα το πάτωμα του μπάνιου μας. |
οικόπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ella posee un lote edificable en el medio de la ciudad. Έχει ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης. |
περνάω κτ με κτ(λεπτή στρώση) Oliver revistió la biblioteca con un patinado brillante. |
sol
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ηλιακόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιηλιακό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ponte filtro solar antes de ir a esquiar. Μην ξεχάσετε να βάλετε αντιηλιακό προτού πάτε για σκι. |
φως του ήλιου, φως της ημέρας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Esta habitación no recibe mucha luz del día. |
αντηλιακό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάμπα τεχνητού μαυρίσματος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλιακή κηλίδαlocución nominal femenina (αστρονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλιακός συλλέκτηςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Tenemos un panel solar en el tejado que genera toda el agua caliente que necesitamos. |
ηλιακό/φωτοηλεκτρικό κύτταροlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los paneles solares se usan para dar energía a las casas aisladas. Τα ηλιακά κύτταρα χρησιμοποιούνται, για να τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό απομονωμένα σπίτια. |
ηλιακή ημέρα, 24ωροlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιακή ενέργεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sería necesario encontrar una forma de almacenar la energía solar para usarla aun en invierno. |
θέρμανση με ηλιακή ενέργεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La calefacción por paneles solares es una buena alternativa a la calefacción eléctrica. |
ηλιακό πλέγμαlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me quedé sin aire cuando me golpeó en el plexo solar. |
ηλιακή ενέργειαlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιακό σύστημαlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El sistema solar está formado por una única estrella llamada Sol. |
ηλιακό έτοςlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλιακή ακτινοβολία
Hay múltiples productos para protegerse de la radiación solar. |
φωτοβολταϊκό δισκίο πυριτίου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mi empresa está diseñando un nuevo tipo de oblea solar, para montar en calefactores solares. |
βλάβη από τον ήλιο(στο δέρμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σολάριουμlocución nominal femenina (κρεβάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ese actor es fanático de la cama solar; está bronceado todo el año. |
UV προστασία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La capa de ozono es nuestro gran protector solar. |
αντηλιακόlocución nominal femenina (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
θερινή ώρα
|
ηλιακός άνεμοςlocución nominal masculina |
που έχει σχήμα ήλιουlocución nominal femenina (diseño gráfico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το κολιέ ήλιος είναι τέλειο! Θα το αγοράσω. |
ηλιακή έκλαμψη
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του solar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του solar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.