Τι σημαίνει το skating στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης skating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του skating στο Αγγλικά.
Η λέξη skating στο Αγγλικά σημαίνει πατινάζ, πατίνια, για πατίνια, για ρόλερ, πατίνι, παγοπέδιλο, κάνω πατίνι, κάνω ρόλερ, κάνω πατινάζ, βάτος, καλλιτεχνικό πατινάζ, πατινάζ, παγοδρομικός, πατινάζ, inline skating, κάνω πατίνι, τροχοπεδιλισμός, πίστα πατινάζ, πίστα για πατίνια, πατινάζ ταχύτητας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης skating
πατινάζnoun (ice skating) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Skating's the most popular sport here in winter. |
πατίνιαnoun (roller skating) (ως δραστηριότητα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The paved pathway is for bicycling and skating. |
για πατίνια, για ρόλερnoun as adjective (for skating) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Each year, the club sponsors a skating party for families in the neighborhood. |
πατίνιnoun (usually plural (boot with wheels for rollerskating) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The wheels on my skates are all buckled. Οι ρόδες του πατινιού μου έχουν στραβώσει όλες. |
παγοπέδιλοnoun (usually plural (boot with blade for ice skating) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The blade's bent on my left skate. Η λεπίδα στο αριστερό μου παγοπέδιλο έχει λυγίσει. |
κάνω πατίνι, κάνω ρόλερintransitive verb (rollerskate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They took us to the rink and taught us to skate. Μας πήγαν στην πίστα και μας έμαθαν να κάνουμε πατίνι. |
κάνω πατινάζintransitive verb (ice skate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He learned to skate so he could play hockey. Έμαθε να κάνει πατινάζ ώστε να μπορεί να παίζει χόκεϋ. |
βάτοςnoun (flat fish, ray) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Skate was the special of the day but they were out of it. Το πιάτο της ημέρας ήταν βάτος αλλά τους είχε τελειώσει. |
καλλιτεχνικό πατινάζnoun (performance ice skating) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Figure skating is my favourite Winter Olympics sport. Figure skating combines athletic jumps with graceful movement. |
πατινάζnoun (activity: skating on ice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ice skating in Rockefeller Center is fantastic. Ice skating is the most popular sport here in winter. Το πατινάζ στο κέντρο Ροκφέλερ είναι φανταστικό. Το πατινάζ είναι το πιο δημοφιλές άθλημα το χειμώνα εδώ πέρα. |
παγοδρομικόςnoun as adjective (relating to skating on ice) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Olga has gone to her ice skating lesson. |
πατινάζnoun (sport: figure skating on ice) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ice skating is my favorite sport to watch during the Winter Olympics. Το πατινάζ είναι το αγαπημένο μου άθλημα το οποίο παρακολουθώ κατά τη διάρκεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων. |
inline skatingnoun (rollerskating: wheels in single line) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κάνω πατίνιnoun (skating with wheeled boots) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I loved roller skating as a child. |
τροχοπεδιλισμόςnoun (skating on rollerblades) (επίσ: κίνηση πε πατίνια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Rollerblading is a fun way to exercise. |
πίστα πατινάζnoun (arena for ice skating) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In winter the ponds are used as skating rinks. Το χειμώνα οι λίμνες χρησιμοποιούνται ως πίστες πατινάζ. |
πίστα για πατίνιαnoun (arena for roller skating or rollerblading) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πατινάζ ταχύτηταςnoun (sport: racing on ice skates) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του skating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του skating
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.