Τι σημαίνει το shelves στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shelves στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shelves στο Αγγλικά.

Η λέξη shelves στο Αγγλικά σημαίνει ράφι, ράφι, ράφι, πλάκα, ράφι, βάζω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο, βαθαίνω, τοποθετώ ράφια σε κτ, υφαλοκρηπίδα, παγονησίδα, που έχει μείνει στο ράφι, από το στοκ, έτοιμος, τυποποιημένος, στο ράφι, αχρησιμοποιήτος, σε αχρηστία, ράφι πάνω από το πορτμπαγκάζ, ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση, διάρκεια ζωής αναλώσιμου προϊόντος, διάρκεια διατήρησης αναλώσιμου προϊόντος, διάρκεια ζωής, διάρκεια ζωής, ράφια, γέμισμα ραφιών, ακατάλληλος για ανηλίκους, άριστης ποιότητας, ψηλά στο τέρμα, ψηλά στο τέρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shelves

ράφι

noun (flat storage space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Put the spices on the shelf. The room was lined with shelves filled with books.
Τα καρυκεύματα βάλ' τα πάνω στο ράφι.

ράφι

noun (display space in a store)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The stacker put the packets on the shelf.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η βιβλιοθηκονόμος τοποθέτησε τα βιβλία στο ράφι.

ράφι

noun (shelf in bookcase)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The books are lined up neatly on the bookshelf.
Τα βιβλία έχουν τοποθετηθεί προσεκτικά στο ράφι της βιβλιοθήκης.

πλάκα

noun (geology) (γεωλογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a granite shelf just beneath the topsoil.
Υπάρχει γρανιτική πλάκα ακριβώς κάτω από το επιφανειακό έδαφος.

ράφι

noun (closet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She keeps her hats on the shelf in the closet.

βάζω κτ στο ράφι

transitive verb (put [sth] on shelf)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom shelved the book he had been reading and went for a walk.
Ο Τομ έβαλε το βιβλίο που διάβαζε στο ράφι και πήγε έναν περίπατο.

αφήνω κτ στο ράφι, αφήνω κτ στον πάγκο

transitive verb (figurative (plan: abandon) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Reluctantly, the team decided to shelve the project, as they didn't have enough money to continue.
Η ομάδα αποφάσισε διστακτικά να εγκαταλείψει το πρότζεκτ, καθώς δεν είχαν αρκετά χρήματα για να συνεχίσουν.

βαθαίνω

intransitive verb (slope) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sea bed shelves away as you move further from the shore.

τοποθετώ ράφια σε κτ

transitive verb (fit [sth] with shelves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We're going to shelve this recess to give us more storage space.

υφαλοκρηπίδα

noun (land under water in shallow seas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγονησίδα

noun (sheet ice that extends over water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The breaking up of the huge Antarctic ice shelf is a sure sign of global warming.

που έχει μείνει στο ράφι

adjective (figurative, dated, informal (woman: no longer marriageable) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από το στοκ

adverb (from stock)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος

adjective (readily available from stock)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τυποποιημένος

adjective (in a standard format)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο ράφι

adverb (figurative, dated, informal (woman: no longer marriageable) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In those days, if a woman wasn't married by the age of 30, she was said to be on the shelf.

αχρησιμοποιήτος

adverb (inactive, unemployed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε αχρηστία

adverb (not being used)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ράφι πάνω από το πορτμπαγκάζ

noun (UK (flat storage panel in a vehicle)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση

noun (UK (inactive business)

διάρκεια ζωής αναλώσιμου προϊόντος, διάρκεια διατήρησης αναλώσιμου προϊόντος

noun (length of time [sth] can be stored)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As bread has a short shelf life, a lot of loaves are returned to the manufacturers.

διάρκεια ζωής

noun (duration that food is fit to eat) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Bread only has a shelf life of a few days.

διάρκεια ζωής

noun (figurative (duration that [sth] is useful) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ράφια

noun (amount of room on shelves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γέμισμα ραφιών

noun (shop job: stacking goods on shelves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατάλληλος για ανηλίκους

adjective (figurative, informal (publication: adult, x-rated)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άριστης ποιότητας

adjective (figurative, informal (of highest quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψηλά στο τέρμα

adjective (US, Can, figurative (hockey goal: high in net)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηλά στο τέρμα

adverb (US, Can, figurative (hockey: score high in net)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shelves στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shelves

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.