Τι σημαίνει το santé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης santé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του santé στο Γαλλικά.
Η λέξη santé στο Γαλλικά σημαίνει υγεία, υγεία, κατάσταση, στην υγειά μας, γεια μας, στην υγειά μας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σχολικό μάθημα που ασχολείται με θέματα υγείας, γενικές εξετάσεις, ιατρικός έλεγχος, αγωγή υγείας, Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, καλά, υγιής, άρρωστος, καλύτερος, που κάνει καλό, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, υγιέστατος, που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση, που χαίρει άκρας υγείας, για την υγεία σου, για την φυσική σου κατάσταση, με υγεία, άσπρο πάτο, Στην υγειά σου!, Στην υγειά σου!, στην υγειά σου, γεια σου, πνευματική υγεία, ψυχική υγεία, -, υπουργείο υγείας, υγιέστατο αγοράκι, -, ψυχική υγεία, καλή φυσική κατάσταση, λογική, οξύνοια, ασθένεια, πνευματική υγεία, πνευματική υγεία, κακή υγεία, ψυχιατρικό άσυλο, καλή φυσική κατάσταση, αρχιχειρούργος, κίνδυνος για την υγεία σου, κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας, δημόσια υγεία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δύσκολη εμπειρία, Υπουργείο Υγείας, χειροτέρευση της υγείας, υγεία και ασφάλεια, πολιτική υγείας, πρόβλημα υγείας, επαγγελματίας υγείας, σύστημα υγείας, επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας, Εθνικό Σύστημα Υγείας, στοματική υγιεινή, σύστημα δημόσιας υγείας, αναπαραγωγική υγεία, κέντρο υγείας, ιατρικό κέντρο, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, ευέλικτος λογαριασμός δαπανών, υγειονομικό πιστοποιητικό πλοίου, πιστοποιητικό υγείας, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Υπουργείο Υγείας, εκπαίδευση για την υγεία, Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, οφέλη για την υγεία, ιατρικά έξοδα, συμβουλές δημόσιας υγείας, κρατιέμαι καλά, εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, παραμένω υγιής, παραμένω ακμαίος, ζουρλαίνω, μουρλαίνω, παλαβώνω, εξέταση, ιατρική εξέταση, ο ορισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης santé
υγείαnom féminin (d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le docteur lui dit qu'il était en bonne santé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι άλλο θες άμα είσαι καλά και έχεις την υγειά σου; |
υγείαnom féminin (d'une personne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Malgré son âge, il avait santé d'esprit et de corps. Παρά την ηλικία του, έχει σωματική και πνευματική υγεία. |
κατάστασηnom féminin (d'une entreprise,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La santé de la société ne pouvait pas être meilleure. Η κατάσταση της εταιρείας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. |
στην υγειά μας, γεια μας(pour trinquer) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Santé ! Στην υγειά μας! |
στην υγειά μας(πληθυντικός) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο νησί παρέχεται από μια δωρεάν κλινική. |
σχολικό μάθημα που ασχολείται με θέματα υγείαςnom féminin (Université) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tim a suivi un cours de santé publique il y a trois ans. |
γενικές εξετάσεις(anglicisme) (ιατρικές) |
ιατρικός έλεγχος(anglicisme) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon entreprise insiste pour que je fasse un bilan de santé tous les ans. Η εταιρεία μου επιμένει να περνάω από ιατρικό έλεγχο μια φορά τον χρόνο. |
αγωγή υγείας(vague équivalent, France) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης(Royaume-Uni) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καλά(santé) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hier j'étais malade, mais aujourd'hui je vais bien. Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει. |
υγιήςadverbe (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est en bonne santé parce qu'elle mange comme il faut et fait de l'exercice. Είναι υγιής επειδή κάνει σωστή διατροφή και ασκείται. |
άρρωστοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les médecins disent qu'il est en trop mauvaise santé pour prendre l'avion. Οι γιατροί είπαν ότι είναι πολύ άρρωστος για να μπορέσει να ταξιδέψει αεροπορικώς. |
καλύτεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les pommes sont meilleures pour la santé que les cheeseburgers. Τα μήλα είναι καλύτερα για σένα από τα τσίζμπεργκερ. |
που κάνει καλόadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Manger beaucoup de fruits et légumes est bon pour la santé. |
επικίνδυνος, ριψοκίνδυνοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υγιέστατοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Malgré son âge, il est toujours en bonne santé. |
που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που χαίρει άκρας υγείαςlocution adjectivale (πρόσωπο) |
για την υγεία σου, για την φυσική σου κατάστασηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με υγεία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Malade ou en bonne santé, je serai toujours là pour toi. |
άσπρο πάτοinterjection (avant de boire) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Santé, tout le monde ! |
Στην υγειά σου!(πρόποση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Chin-chin ! À ta santé ! |
Στην υγειά σου!(σε έναν) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην υγειά σου, γεια σου(σε έναν) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνευματική υγεία, ψυχική υγείαnom féminin Elle a l'impression que sa santé mentale est en danger si elle reste à ce poste. Αισθάνεται ότι θα απειληθεί η ψυχική της υγεία αν παραμείνει στη δουλειά. |
-locution verbale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le médecin m'a trouvé en parfaite santé. Ο γιατρός δήλωσε ότι είμαι υγιής. |
υπουργείο υγείαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υγιέστατο αγοράκιnom masculin |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ανησυχούσε για έναν πόνο στο στήθος, αλλά ένας καρδιολόγος τον βρήκε υγιή. |
ψυχική υγείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλή φυσική κατάστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai la chance d'être en bonne santé. |
λογική, οξύνοια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ασθένειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Prendre soin de soi dans sa jeunesse évite d'être en mauvaise santé plus tard. |
πνευματική υγείαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνευματική υγείαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La santé mentale est tout aussi importante que la santé physique au bien-être d'une personne. |
κακή υγείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψυχιατρικό άσυλοnom masculin (officiel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλή φυσική κατάστασηnom féminin (fig) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχιχειρούργοςnom masculin et féminin (France) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κίνδυνος για την υγεία σουnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημόσια υγείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les députés ont débattu du nouveau projet de santé publique proposé la semaine dernière. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin La santé de la marque lui permet de se tourner vers de nouveaux marchés. |
δύσκολη εμπειρία
|
Υπουργείο Υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χειροτέρευση της υγείαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υγεία και ασφάλεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολιτική υγείαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόβλημα υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mes problèmes de santé m'empêchent de faire de la randonnée. |
επαγγελματίας υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σύστημα υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Εθνικό Σύστημα Υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στοματική υγιεινήnom féminin (Méd) (διαδικασίες) |
σύστημα δημόσιας υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αναπαραγωγική υγείαnom féminin |
κέντρο υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιατρικό κέντροnom féminin |
ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Οργανισμός Διατήρησης της Υγείαςnom féminin (équivalent) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών(ministère américain) (Η.Π.Α.) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ευέλικτος λογαριασμός δαπανώνnom masculin (Can, équivalent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υγειονομικό πιστοποιητικό πλοίουnom féminin (Marine) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πιστοποιητικό υγείαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείαςnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Υπουργείο Υγείας(ministère américain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπαίδευση για την υγείαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Εθνικά Ινστιτούτα Υγείαςnom masculin pluriel (États-Unis) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
οφέλη για την υγείαnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les bienfaits de l'exercice sur la santé sont incontestables. |
ιατρικά έξοδαnom féminin pluriel Les dépenses de santé font exploser le budget. |
συμβουλές δημόσιας υγείαςnom masculin |
κρατιέμαι καλάverbe intransitif (μεταφορικά) |
εταιρεία υγειονομικής περίθαλψηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένω υγιής, παραμένω ακμαίος(personne) |
ζουρλαίνω, μουρλαίνω, παλαβώνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξέτασηnom masculin (Médecine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le docteur a envoyé le patient voir un spécialiste pour bénéficier d'un examen médical plus approfondi. Ο γιατρός παρέπεμψε τον ασθενή σε έναν εξειδικευμένο γιατρό για μια πιο λεπτομερή εξέταση. |
ιατρική εξέταση
Le patient devait voir le médecin pour une visite médicale. Ο ασθενής έπρεπε να υποβληθεί σε εξέταση από τον γιατρό. |
ο ορισμός(figuré : parfait exemple) (μεταφορικά: με γενική) Η Τζούλι αποτελούσε πάντοτε τον ορισμό της καλής υγείας και οι φίλοι της σοκαρίστηκαν όταν ξαφνικά αρρώστησε σοβαρά. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του santé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του santé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.