Τι σημαίνει το saltar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης saltar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saltar στο ισπανικά.
Η λέξη saltar στο ισπανικά σημαίνει χοροπηδάω, περνάω, περνώ, πηδάω πάνω από κτ, πετάγομαι, πηδάω, πηδώ, χυμώ, σηκώνομαι, σκαρφαλώνω, πετάγομαι, ξεπετάγομαι, πετάγομαι, σηκώνομαι απότομα, πηδάω, πηδώ, πηγαίνω πέρα δώθε, πηδάω πάνω από κτ/κπ, πηδάω, πηδώ, πηδάω, βουτάω, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, πηδώ, υπερπηδάω, φουντώνω, πηδάω, πηδώ, πηδάω, πηδώ, καίγομαι, γουρλώνω, πέφτω, ορμάω, πηδώ από κτ, υπερπηδάω, παρακάμπτω, χοροπηδάω, χοροπηδώ, παίζω, πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδάω, χοροπηδάω, βουτάω, βουτώ, πετάγομαι, περνώ, πετώ, πετάγομαι, που φτερουγίζει, βραχυκυκλώνω, κινούμαι γρήγορα, κάνω σκοινάκι, πέφτω με αλεξίπτωτο, γονατίζω, κουτσαίνω, χαρούμενος, ξέφρενος, ανοίγω ποτό με θόρυβο, ευερέθιστος, αψύς, ενεργοποιώ, ευδιόρατος, σκοινάκι, αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνι, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, έρχομαι στο προσκήνιο, μπαίνω στον αγώνα, καίγεται μια ασφάλεια, χοροπηδάω, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, πηδάω στην άκρη, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, πηδάω από κτ, πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ, πηδώ στην άλλη μεριά, ξεχωρίζω, νταχτιριντίζω, ταχταρίζω, ξεσπάω σε κπ, χοροπηδάω, χοροπηδώ, εξαγριώνομαι, μου δίνεται μια ευκαιρία, κάνω μπάντζι τζάμπινγκ, χοροπηδώ, ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, πετάγομαι, εκτινάσσομαι, αφηγούμαι χωρίς ειρμό, κάνω σκοινάκι, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, μου έρχεται, μου 'ρχεται, ξεπηδώ από κτ, ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων, απογειώνομαι, κάνω άλματα, διαφωνώ με κτ, ενεργοποιώ, περνάω κτ πάνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης saltar
χοροπηδάωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La niña pequeña saltaba felizmente calle abajo. Το κορίτσι χοροπηδούσε καθώς κατηφόριζε το δρόμο. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltaba de una tarea a otra sin cesar. Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη. |
πηδάω πάνω από κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Saltó el charco para evitar mojarse los zapatos. Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του. |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Brincó de su silla cuando se dio cuenta de que no podía ver al bebé. Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό. |
πηδάω, πηδώ(κίνηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Brincó en su lugar varias veces para entrar en calor sin desplazarse. Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί. |
χυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El león se acercó a la zebra descuidada y saltó. |
σηκώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tendí mi mano hacia abajo y él saltó, y logró agarrármela. |
σκαρφαλώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Max abrió el armario y sus hijos saltaron gritando "¡Sorpresa!". |
ξεπετάγομαι, πετάγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muchas tiendas de segunda mano empezaron a saltar por todo mi pueblo. Πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα έχουν ξαφνικά αρχίσει να ξεπετάγονται στην πόλη μου. |
σηκώνομαι απότομα
Salté del asiento cuando oí el estruendo. |
πηδάω, πηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kyle saltó la reja. Ο Κάιλ πήδηξε πάνω από τον φράκτη. |
πηγαίνω πέρα δώθε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El clima está saltando de insoportablemente caluroso a un frío fuera de temporada. |
πηδάω πάνω από κτ/κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Escapándose de la policía, el criminal saltó sobre la verja. |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El conejo saltaba y olía todo en el recinto. Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του. |
πηδάω, βουτάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los acróbatas saltaron en las redes. Οι ακροβάτες πήδηξαν στα δίχτυα. |
υπερπηδάωverbo transitivo (un obstáculo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jamie saltó el cerco y se fue corriendo. Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας. |
πηδάω, πηδώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El caballó saltó la barrera y salió al galope. Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε. |
πηδώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερπηδάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φουντώνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tiene tan mal genio que salta con facilidad. Είναι τόσο οξύθυμος που θυμώνει εύκολα. |
πηδάω, πηδώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dando un solo brinco, Adam saltó la verja. Μονάχα με ένα άλμα, ο Άνταμ πήδησε την πύλη. |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (por encima de algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La muchedumbre empezó a saltar por encima de las barreras de seguridad sin que la policía pudiera contenerlos. Το πλήθος άρχισε να πηδά πάνω από τα χωρίσματα ασφαλείας και η αστυνομία δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. |
καίγομαι(fusible, bombilla) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El pico de tensión hizo saltar los fusibles. |
γουρλώνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus ojos saltaron y Vivian trató de disimular la sorpresa y tranquilizarse. |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ορμάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Viendo que era momento de atrapar a su presa, el leopardo saltó. |
πηδώ από κτverbo intransitivo |
υπερπηδάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los corredores saltaron las vallas. |
παρακάμπτωverbo transitivo (procedimiento) (μεταφορικά: διαδικασία) La compañía constructora presionó al municipio para saltar los procedimientos de licencias. |
χοροπηδάω, χοροπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si saltas (or: brincas) en el mismo lugar durante un minuto probablemente te quedes sin aliento. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños saltaban (or: brincaban) por la habitación, gritando y riendo. |
πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηδάω, χοροπηδάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El cachorrito salta en la pradera. |
βουτάω, βουτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike llegó al borde de la piscina, dudó un momento y luego se zambulló. Ο Μάικ περπάτησε έως την άκρη της πισίνας, δίστασε προς στιγμή και έπειτα βούτηξε. |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El payaso saldrá de la caja. Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί. |
περνώ(deporte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El corredor salvó todas las vallas. Ο δρομέας πέρασε όλα τα εμπόδια. |
πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "¡No fui yo!", soltó abruptamente Jack a la defensiva. |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La valija estaba tan llena que cuando la abrió toda la ropa salió despedida hacia el piso. |
που φτερουγίζει(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βραχυκυκλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se produjo un cortocircuito. |
κινούμαι γρήγορα(coloquial) El ladrón fue pitando por la calle, con la policía persiguiéndolo. |
κάνω σκοινάκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los niños saltaban la soga y jugaban a la rayuela en el patio. Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά. |
πέφτω με αλεξίπτωτοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sí, tenemos planeado saltar en paracaídas la próxima semana. Tengo que arreglar el mío. |
γονατίζω(general) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hábil jugador de cartas dejó en bancarrota a la casa. |
κουτσαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαρούμενος, ξέφρενος(coloquial) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sophie estaba loca de alegría en su boda. |
ανοίγω ποτό με θόρυβο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vamos a descorchar esta botella y que empiece la fiesta. |
ευερέθιστος, αψύς(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi nuevo jefe me está volviendo loca con su temperamento irritable. |
ενεργοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ladrón activó el sensor. |
ευδιόρατοςlocución verbal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Salta a la vista que se trata de una falsificación, las añadiduras están en tinta de distinto color y la caligrafía es diferente. |
σκοινάκι(άσκηση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Saltar la cuerda es un excelente ejercicio. Το σκοινάκι είναι ένα εξαιρετικό είδος άσκησης. |
αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τινάζω τη μπάνκα στον αέραlocución verbal |
έρχομαι στο προσκήνιο(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando discutían, sus diferencias salían a la luz. |
μπαίνω στον αγώνα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καίγεται μια ασφάλειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χοροπηδάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hailey gritó y saltó a la pata coja cuando pisó algo afilado. Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό. |
ξεπηδώ, ξεπροβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El asesino salió de la nada. |
πηδάω στην άκρη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Saltó a un lado cuando el bus estaba a punto de atropellarlo. |
πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ
Roy se tiró al río para salvar al hombre que se ahogaba. |
πηδάω από κτ
Tenía miedo de tirarse desde el trampolín. Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων. |
πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ
¡Por favor, no salten sobre la cama, chicos! |
πηδώ στην άλλη μεριά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yvonne saltó por encima del molinete y subió al tren sin pagar. |
ξεχωρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De verdad salta a la vista. Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου. |
νταχτιριντίζω, ταχταρίζωlocución verbal (μωρό: χορεύω στα γόνατα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεσπάω σε κπ(figurado, coloquial) ¡Sólo dije que tenía un mal genio y saltó como leche hervida! |
χοροπηδάω, χοροπηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Deberías haberla visto, daba saltos de alegría. |
εξαγριώνομαιlocución verbal (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μου δίνεται μια ευκαιρίαexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μπάντζι τζάμπινγκ(ES) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Quién se atreve a hacer puenting desde este acantilado? |
χοροπηδώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ(animal) (σε κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El águila saltó sobre el conejo y se lo llevó. El oficial saltó sobre el pistolero y le quitó el arma. Ο αετός χύμηξε στον λαγό και τον πήρε μαζί του. Ο αστυνομικός όρμησε στον ένοπλο και τον αφόπλισε. |
πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ
Se metió en la piscina y dio un grito porque el agua estaba muy fría. |
πετάγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Varios saltaron de sus asientos para protestar. Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού. |
εκτινάσσομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El piloto saltó en paracaídas justo antes de que su avión chocara con los árboles. Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα. |
αφηγούμαι χωρίς ειρμόlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La película salta de una cosa a la otra, no tiene sentido. |
κάνω σκοινάκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los boxeadores saltan a la cuerda para mejorar su energía y ritmo. Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους. |
πιάνω το ένα, αφήνω το άλλοlocución verbal (AR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Carol no trabaja de modo metódico, salta de una cosa a la otra. |
μου έρχεται, μου 'ρχεται(figurado) (σκέψη, ιδέα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El detective estaba tomándose un té cuando de repente la respuesta saltó a la vista: había sido el mayordomo. |
ξεπηδώ από κτ
La rana salta desde la hoja del nenúfar. |
ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων(atletismo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ken ha estado saltando vallas por años. Ο Κεν ασχολείται με τον δρόμο μετ' εμποδίων χρόνια τώρα. |
απογειώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tengo la sensación de que esta banda saltará a la fama después de su primer concierto. Έχω την αίσθηση ότι το συγκρότημα θα απογειωθεί μετά την πρώτη του συναυλία. Το καινούριο προϊόν πραγματικά απογειώθηκε και όλοι το ήθελαν. |
κάνω άλματα(στο σκι) |
διαφωνώ με κτ(figurado) Los dos candidatos volvieron a sacarse chispas en un intenso debate preelectoral. |
ενεργοποιώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ladrón hizo saltar la trampa. |
περνάω κτ πάνω από κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El jinete hizo saltar su caballo por sobre la puerta. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saltar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του saltar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.