Τι σημαίνει το repas στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης repas στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του repas στο Γαλλικά.
Η λέξη repas στο Γαλλικά σημαίνει γεύμα, γεύμα, τάισμα, γεύμα, τάισμα, φαΐ, φαγητό, γιορτή, μπάρμπεκιου, φαγητό σε πακέτο, γωνιά φαγητού, ώρα φαγητού, καμπανάκι δείπνου, χορταστικό γεύμα, θρεπτικό γεύμα, κουζίνα, εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια, υγιεινό γεύμα, βαρύ φαγητό, γαμήλιο τραπέζι, τραπέζι ρεφενέ, δείπνο γενεθλίων, φορτηγό καντίνα, χριστουγεννιάτικο γεύμα, χριστουγεννιάτικο τραπέζι, κρύο δείπνο, οικογενειακό γεύμα, ωραίο γεύμα, γκουρμέ γεύμα, τσάντα κολατσιού, μεσημεριανό καθ' οδόν, διαιτολόγιο, υπαίθριο γεύμα, σχολικό γεύμα, σχολικό γεύμα, ελαφρύ γεύμα, ελαφρύ γεύμα, φαγητό της ώρας, συγκεκριμένο μενού, δωρεάν γεύμα, βασικό γεύμα, πλήρες γεύμα, γεύμα, ελαφρύ γεύμα, τραπέζι ρεφενέ, τρώω, συντρώω, αναλαμβάνω το κέτερινγκ, φαγητό σε πακέτο, πρόγραμμα διανομής γευμάτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης repas
γεύμαnom masculin (moment où l'on mange) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On a eu trois repas aujourd'hui : le petit déjeuner, le déjeuner et le dîner. Πήραμε τρία γεύματα σήμερα: πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο. |
γεύμαnom masculin (nourriture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Son repas comprenait de la soupe, une salade, et du poisson. Το γεύμα του περιελάμβανε σούπα, σαλάτα και ψάρι. |
τάισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην αρχή τα μωρά χρειάζονται τάισμα κάθε λίγες ώρες. |
γεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τάισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Donner leur repas aux bêtes prend du temps, alors le fermier se lève tôt. Το τάισμα παίρνει πολλή ώρα και έτσι ο αγρότης ξυπνά νωρίς. |
φαΐ, φαγητό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je dois donner leur repas aux enfants, et ensuite nous allons à la piscine. |
γιορτή(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπάρμπεκιου(συγκέντρωση και ψήσιμο) |
φαγητό σε πακέτο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mon restaurant chinois préféré cuisine rapidement des plats à emporter. |
γωνιά φαγητού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ώρα φαγητούnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καμπανάκι δείπνουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La bonne a fait sonner la cloche du dîner pour faire venir les invités dans la salle à manger. Η υπηρέτρια χτύπησε το καμπανάκι του δείπνου, προκειμένου οι προσκεκλημένοι να συγκεντρωθούν στην τραπεζαρία. |
χορταστικό γεύμαnom masculin Les spaghettis aux boulettes sont mon repas copieux préféré. |
θρεπτικό γεύμαnom masculin Je mange trois vrais repas et plusieurs en-cas par jour. |
κουζίναnom masculin (σε χώρο εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous prenons la plupart de nos repas dans le coin repas. |
εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre église fait un repas de poisson frit vendredi. |
υγιεινό γεύμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαρύ φαγητόnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαμήλιο τραπέζιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τραπέζι ρεφενέ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δείπνο γενεθλίωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φορτηγό καντίναnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χριστουγεννιάτικο γεύμα, χριστουγεννιάτικο τραπέζι
|
κρύο δείπνοnom masculin |
οικογενειακό γεύμαnom masculin En semaine, nous mangeons chacun séparément, mais le dimanche, nous dégustons un vrai repas en famille. |
ωραίο γεύμαnom masculin |
γκουρμέ γεύμαnom masculin |
τσάντα κολατσιούnom masculin (τσάντα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσημεριανό καθ' οδόνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαιτολόγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπαίθριο γεύμαnom masculin |
σχολικό γεύμαnom masculin |
σχολικό γεύμαnom masculin |
ελαφρύ γεύμαnom masculin |
ελαφρύ γεύμαnom masculin |
φαγητό της ώρας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συγκεκριμένο μενού
|
δωρεάν γεύμα
|
βασικό γεύμαnom masculin |
πλήρες γεύμαnom masculin |
γεύμαnom masculin (en entreprise) (που παραθέτει ο εργοδότης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελαφρύ γεύμαnom masculin |
τραπέζι ρεφενέ
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τρώω, συντρώωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω το κέτερινγκ(un déjeuner, buffet,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα τοπικό εστιατόριο ανέλαβε το κέτερινγκ για τον γάμο. |
φαγητό σε πακέτο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόγραμμα διανομής γευμάτων
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του repas στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του repas
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.