Τι σημαίνει το relacionado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης relacionado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relacionado στο ισπανικά.
Η λέξη relacionado στο ισπανικά σημαίνει που συνδέεται, που σχετίζεται, που έχει σχέση, σχετικός, συναφής, συσχετισμένος, που συνδέεται, που έχει σχέση, συναναστροφή, σχετικός, συναφής, σχετικός, συγγενικός, συνδεόμενος, σχετικός, συναφής, συγγενικός, σχετικός, συσχετίζω, συσχετίζω, σχετίζω, που δεν έχει συγγένεια, που δεν είναι συγγενής, μη αυτοκινούμενος, αποδοτέος, στενά συνδεδεμένος, μακρινή συγγένεια, από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας, που σχετίζεται άμεσα, που έχει άμεση σχέση, που προκαλείται από το κάπνισμα, φυλοσύνδετος, ασυσχέτιστος, πρωθυπουργικός, είμαι συνδεδεμένος με κτ/κπ, που σχετίζεται με κπ/κτ, έχω σχέσεις με κπ, σχετικά με, αναφορικά με, συνδεδεμένος, συνδυασμένος, έχω να κάνω με κτ, φυλοσύνδετος, ως συνέπεια, ως επακόλουθο, έχω σχέση, σχετίζομαι με κτ, άσχετος, σχετικό θέμα, σχετικός, έχω σχέσεις με κπ, σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ, αφορώ, σύντροφος, που σχετίζεται με τα ναρκωτικά, της εγκυμοσύνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης relacionado
που συνδέεται, που σχετίζεται, που έχει σχέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La desaparición de la chica no está conectada con el reciente divorcio de sus padres. Η εξαφάνιση του κοριτσιού δεν σχετίζεται με το πρόσφατο διαζύγιο των γονιών της. |
σχετικός, συναφήςparticipio pasado (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los dos incidentes están relacionados. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα δύο συμβάντα είναι σχετικά (or: συναφή). |
συσχετισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los campos de la sociología, antropología y psicología tienen muchas aspectos relacionados. |
που συνδέεται, που έχει σχέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La policía estaba investigando una pista de crímenes relacionados. Ο αστυνομικός ερευνούσε μια σειρά από εγκλήματα που συνδέονταν. |
συναναστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχετικός, συναφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La expansión de la empresa resultará en gastos relacionados y complicaciones potenciales. Η επέκταση της εταιρείας θα έχει ως αποτέλεσμα σχετικά έξοδα και εν δυνάμει περιπλοκές. |
σχετικός, συγγενικός, συνδεόμενοςparticipio pasado (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La libertad está relacionada con la responsabilidad. |
σχετικός, συναφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los organizadores de la conferencia no permiten a los oradores presentar temas que no sean pertinentes al tema de la conferencia. |
συγγενικός, σχετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συσχετίζωverbo transitivo (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los científicos pueden relacionar la actividad cerebral con el movimiento ocular. |
συσχετίζω, σχετίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Relacionamos la causa con el efecto. |
που δεν έχει συγγένεια, που δεν είναι συγγενής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las personas sin parentesco con los pacientes no pueden visitarlos por la mañana. |
μη αυτοκινούμενοςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποδοτέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στενά συνδεδεμένοςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μακρινή συγγένειαlocución adjetiva (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dijo cosas que no estaban ni remotamente relacionadas con el tema en discusión. |
από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίαςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta actividad es más bien un hobby, no está directamente relacionada con mi carrera profesional. |
που σχετίζεται άμεσα, που έχει άμεση σχέσηlocución adjetiva (με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El hábito de fumar y el cáncer de pulmón están estrechamente relacionados. |
που προκαλείται από το κάπνισμαlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hoy en día, nadie puede negar los problemas relacionados con el tabaco. |
φυλοσύνδετος(γονίδιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυσχέτιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωθυπουργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι συνδεδεμένος με κτ/κπlocución adjetiva (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Las enfermedades cardíacas están relacionadas con el estilo de vida. |
που σχετίζεται με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Creo que este crimen está relacionado con lo que ocurrió la semana pasada. |
έχω σχέσεις με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Digo que ya no tenía relación con Eva, pero vi un mensaje de ella en su teléfono. |
σχετικά με, αναφορικά μεlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La biología es una ciencia que estudia todo lo relacionado con la vida y sus funciones. |
συνδεδεμένος, συνδυασμένος(με κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Para mucha gente, la navidad está relacionada con los regalos y las compras. Για πολλούς, τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένα με δώρα και ψώνια. |
έχω να κάνω με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Comisión puede investigar asuntos que tengan que ver con los miembros de la fuerza policial. |
φυλοσύνδετος(χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ως συνέπεια, ως επακόλουθο(αποτέλεσμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sufre de jaquecas relacionadas con el tumor. Ο όγκος του συνεπαγόταν πονοκεφάλους. |
έχω σχέση(με κάποιον/κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Aunque trabajan en ámbitos similares, Charlie no está relacionado con Bob. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν και δουλεύουν σε παρόμοιους τομείς, ο Τσάρλυ δεν έχει σχέση με τον Μπομπ. Δεν έχει σχέση με το πανεπιστήμιο, άρα δεν μπορείς να την έχεις ως σύμβουλό σου. |
σχετίζομαι με κτ
La policía dice que el caso de la persona desaparecida parece estar conectado con un incendio a unos treinta millas. |
άσχετοςlocución adjetiva (με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estos números no están relacionados con los que vimos antes. |
σχετικό θέμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μέχρι τώρα δεν έχουμε μάθει τίποτα σχετικό με το κόστος της αποστολής. |
έχω σχέσεις με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Parker tenía vínculos con unos conocidos mafiosos. |
σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los investigadores descubrieron que muchos de los riesgos de tener TDAH tienen que ver con los genes. Σύμφωνα με ερευνητές, το ΔΕΠ-Υ συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τα γονίδια. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pregunta se refiere a sus afirmaciones recientes sobre política exterior. Η ερώτησή μου αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις σας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική. Το κείμενο που έχει να κάνει με περιβαλλοντικά θέματα βρίσκεται στη σελίδα 2. |
σύντροφοςlocución adjetiva (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Al gato lo presentan con frecuencia como un ser relacionado con la brujería. Οι γάτες παρουσιάζονται συχνά ως σύντροφοι των μαγισσών. |
που σχετίζεται με τα ναρκωτικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
της εγκυμοσύνης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu médico sabrá cómo detectar cualquier afección común relacionada con el embarazo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relacionado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του relacionado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.