Τι σημαίνει το quejarse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης quejarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quejarse στο ισπανικά.
Η λέξη quejarse στο ισπανικά σημαίνει διαμαρτύρομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, διαμαρτύρομαι, παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουράω, κλαψουρίζω, βελάζω, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, κάνω φασαρία, κλαίγομαι, παραπονιέμαι, μουρμουράω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μιλώ βογκώντας, κάνω φασαρία, παραπονιέμαι για κτ, κλαψουρίζω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, γκρινιάζω, μουρμουράω, κάνω την καρδιά μου πέτρα, διαμαρτύρομαι για κτ, λαχταράω, λαχταρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κάτι, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, κλαίω, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, αναφέρω, παραπονιέμαι για κτ, παραπονούμαι για κτ, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ, κάνω καταγγελία σε κπ/κτ, υποβάλλω καταγγελία σε κπ/κτ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης quejarse
διαμαρτύρομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαμαρτύρομαιverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Todo lo que hace Marty es quejarse. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άργησε να γυρίσει χθες βράδυ, κι όλο το πρωί, η γυναίκα του έκανε παράπονα. |
παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαιverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los trabajadores se quejaron cuando se les dijo que tenían que hacer horas extras esa semana. Οι εργάτες γκρίνιαξαν όταν τους είπαν πως έπρεπε να κάνουν υπερωρίες εκείνη την εβδομάδα. |
γκρινιάζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το να ζεις με έναν σύντροφο που γκρινιάζει όλη μέρα μπορεί να γίνει κουραστικό. |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουράωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλαψουρίζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Estoy harta de escucharte quejarte todo el tiempo! |
βελάζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta estación de radio tiene sobre todo programas de entrevistas con gente quejándose de sus manías. |
γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El hermano pequeño de John se quejaba todo el tiempo. Ο μικρότερος αδελφός του Τζον γκρίνιαζε όλη την ώρα. |
γκρινιάζω, παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω, παραπονιέμαιverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No aguanto a Robert; siempre está quejándose. Δεν αντέχω τον Ρόμπερτ. Γκρινιάζει όλη την ώρα. |
γκρινιάζω, μουρμουρίζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Deja de quejarte y sigue trabajando! |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω(de algo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω, παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ojalá Sarah deje de quejarse; es una desagradecida. |
γκρινιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γκρινιάζω, παραπονιέμαιverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Deja de quejarte! Me estás dando dolor de cabeza. Σταμάτα να γκρινιάζεις! Μου προκαλείς πονοκέφαλο. |
παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω φασαρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alan le dijo a los niños que sabía que tenían hambre pero que tardaría más si seguían quejándose. |
κλαίγομαι(ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cada vez que no consigue lo que quiere, Jimmy va a quejarse a su madre. |
παραπονιέμαι, μουρμουράω, μουρμουρίζω, γκρινιάζωverbo pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy harto de escuchar a Joe quejarse todo el día. |
μιλώ βογκώνταςverbo pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω φασαρία(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uno de los clientes estaba protestando en el mostrador del cajero. Κάποιος απ' τους πελάτες έκανε φασαρία στον γκισέ του ταμία. |
παραπονιέμαι για κτ
En vez de plañir por lo malo en tu vida, debes estar agradecido por lo que tienes. |
κλαψουρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μουρμουρίζω, μουρμουράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de Tom refunfuñó insatisfecho. |
γκρινιάζω, μουρμουράω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jim se llevó a su hijo de acampada, y él se pasó todo el camino gimiendo, pero al final se lo pasó genial. |
κάνω την καρδιά μου πέτρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαμαρτύρομαι για κτ
El personal protestó contra tener que trabajar un feriado. Το προσωπικό διαμαρτυρήθηκε κατά της εργασίας την ημέρα της δημόσιας αργίας. |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπονιέμαι(για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella no deja de quejarse de lo perezoso e inútil que es su esposo. Ποτέ δε σταματά να γκρινιάζει (or: μουρμουρίζει) για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της. |
γκρινιάζω για κτ
|
παραπονιέμαι για κάτι
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ
Los niños se estaban quejando del hambre que tenían. Τα παιδιά γκρίνιαζαν (or: παραπονιούνταν) για το πόσο πολύ πεινούσαν. |
γκρινιάζω, μουρμουρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jackson siempre se está quejando de que su esposa lo regaña. |
κλαίω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No tiene sentido llorar por una situación que no puedes cambiar. Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις. |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack no ha trabajado hoy; sólo ha estado lloriqueando por el proyecto. |
γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ
|
αναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La paciente se queja de un dolor en la baja espalda. Η ασθενής παρουσιάζει πόνο στην οσφυική χώρα. |
παραπονιέμαι για κτ, παραπονούμαι για κτ
El Sr. Jones se quejó de haber sido levantado por los ladridos del perro de su vecino a las 5 de la madrugada. Ο κύριος Τζόουνς παραπονέθηκε πως ξύπνησε από το γάβγισμα του σκύλου του γείτονά του στις 5 π.μ. |
γκρινιάζω, παραπονιέμαι(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los estudiantes siempre se quejan sobre la cantidad de tarea que reciben. |
γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ(AR, coloquial) Los empleados se reunían alrededor de la cafetera y puteaban por sus salarios. Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους. |
κάνω καταγγελία σε κπ/κτ, υποβάλλω καταγγελία σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Necesitas quejarte con el ayuntamiento por escrito si quieres que se haga algo. |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él siempre se queja de su trabajo. |
γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ
El tiempo no va a mejorar por mucho que te quejes de él. |
γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quejarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του quejarse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.