Τι σημαίνει το propiedad στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης propiedad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του propiedad στο ισπανικά.
Η λέξη propiedad στο ισπανικά σημαίνει ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιοκτησία, έκταση, ιδιοκτησία, ιδιοκτησία, ιδιοκτησία, καταλληλότητα, γαιοκτησία, κατοχή, κυριότητα, χαρακτηριστικό, γνώρισμα, ιδιωτική περιουσία, υπάρχοντα, καταλληλότητα, ιδιοκτησιακός, οικογενειακός, απόλυτα εξαρτώμενος, πλήρως ελεγχόμενος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γαιοκτησία, διάρρηξη, συλλογική κυριότητα, συνιδιοκτησία, συνιδιοκτησία, κοινή ιδιοκτησία, υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ιδιοκτησία, ετατισμός, κρατισμός, δημόσιος χώρος, κοινή ιδιοκτησία, τίτλος ιδιοκτησίας, χημική ιδιότητα, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίας, επιπλωμένο σπίτι, άυλη ιδιοκτησία, πνευματική ιδιοκτησία, εκτίμηση ακινήτων, αξία ακινήτου, αποκλειστικές πληροφορίες, νομικώς τακτοποιημένος τίτλος, γαιοκτησία, καταπάτηση, συνιδιοκτησία, όριο ιδιοκτησίας, αποκλειστικό δικαιώμα, δικαίωμα άυλης ιδιοκτησίας, καταπατώ, πουλάω σε κάποιον που προσφέρει υψηλότερη τιμή, ενώ έχω ήδη συμφωνήσει προφορικά με κάποιον άλλο, που κυνηγιέται λαθραία, που τον κυνηγάει λαθροθήρας, πλήρης και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή, παραχωρηθείσα γη, μεταβιβάζω, παραβίαση, μεταβιβάζω, επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση, κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία, τίτλος ιδιοκτησίας, απόλυτη ιδιοκτησία γης, κατειλημμένο κτήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης propiedad
ιδιοκτησία, περιουσία(objeto poseído) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta impresora es de mi propiedad. Αυτός ο εκτυπωτής είναι δική μου ιδιοκτησία (or: περιουσία). |
ιδιοκτησίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sal de mi propiedad ahora mismo. Φύγε από την ιδιοκτησία μου τώρα. |
έκταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Josh alquiló una propiedad para su caballo a las afueras de la ciudad. Ο Τζος νοίκιασε μια έκταση έξω από την πόλη για το άλογό του. |
ιδιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tener una casa en propiedad es muy importante para algunas personas. Η ιδιοκτησία κατοικίας είναι πολύ σημαντική για μερικούς. |
ιδιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιδιοκτησίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La dirección no es responsable de las propiedades robadas de los automóviles de los clientes. |
καταλληλότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tony y sus amigos debatieron sobre la propiedad del comportamiento del candidato. Ο Τόνι και ο φίλος του συζητούσαν σχετικά με το κατά πόσο ήταν αρμόζουσα η συμπεριφορά του υποψηφίου. |
γαιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατοχή, κυριότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El abogado llamó a la familia Brown para avisarles que podían tomar posesión de la casa el viernes. Ο δικηγόρος έγραψε στους Μπράουν για να τους ενημερώσει ότι μπορούσαν να πάρουν την κυριότητα του σπιτιού την Παρασκευή. |
χαρακτηριστικό, γνώρισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Qué atributos buscas en un director? Ποιες ιδιότητες ψάχνεις σε έναν διευθυντή; |
ιδιωτική περιουσία
|
υπάρχοντα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Todas las posesiones de Simón cabrían en el baúl de su auto. Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει. |
καταλληλότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιδιοκτησιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οικογενειακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόλυτα εξαρτώμενος, πλήρως ελεγχόμενοςlocución adjetiva (για εταιρεία) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Las propiedades vitalicias son bastante raras en este área porque hay muchas propiedades comerciales. |
γαιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάρρηξηlocución nominal masculina (derecho) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El joven fue arrestado por sospecha de allanamiento de morada en la casa de la víctima. |
συλλογική κυριότηταnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνιδιοκτησίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνιδιοκτησίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή ιδιοκτησίαlocución nominal femenina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los dos miembros de la pareja tienen la propiedad conjunta del inmueble. |
υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίαςlocución nominal masculina (CL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιδιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No existe algo como la propiedad privada en una comuna. |
ετατισμός, κρατισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δημόσιος χώρος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινή ιδιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τίτλος ιδιοκτησίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Guardo el título de propiedad de mi casa en la caja fuerte del banco. |
χημική ιδιότηταnombre femenino Este cuadro resume las propiedades químicas del alcohol metílico. |
φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίαςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιπλωμένο σπίτι
Voy a estar allí tres meses así que me vale la pena alquilar una casa amueblada. |
άυλη ιδιοκτησίαnombre femenino La propiedad intelectual es el conjunto de derechos que corresponden a los autores y a otros titulares respecto de las obras y prestaciones fruto de su creación. |
πνευματική ιδιοκτησίαnombre femenino |
εκτίμηση ακινήτων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Concurrió el agente inmobiliario para realizar la tasación de la propiedad. |
αξία ακινήτουnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A raíz de la crisis financiera, los valores de la propiedad cayeron dramáticamente. |
αποκλειστικές πληροφορίεςnombre femenino |
νομικώς τακτοποιημένος τίτλος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γαιοκτησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La tenencia de tierra indica lo que los dueños pueden hacer con sus tierras. |
καταπάτηση(Derecho) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνιδιοκτησίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
όριο ιδιοκτησίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αποκλειστικό δικαιώμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα άυλης ιδιοκτησίαςnombre masculino plural (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καταπατώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cualquier persona capturada violando la propiedad privada será juzgada. |
πουλάω σε κάποιον που προσφέρει υψηλότερη τιμή, ενώ έχω ήδη συμφωνήσει προφορικά με κάποιον άλλο(αγορά ακινήτων) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο μεσίτης προσπάθησε να μου τη φέρει και για αυτό διέκοψα τη συνεργασία μαζί του. |
που κυνηγιέται λαθραία, που τον κυνηγάει λαθροθήραςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los cazadores arrastraron al oso cazado en propiedad privada hacia la camioneta durante la noche. |
πλήρης και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή(γη, ιδιοκτησία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El señor Smith tiene propiedad absoluta sobre su propiedad. |
παραχωρηθείσα γηlocución nominal femenina Varios pioneros se aventuraron a establecer una propiedad ocupada en el oeste. |
μεταβιβάζωlocución verbal (δικαίωμα, περιουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραβίαση(πχ της εσόδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La inspección de la cerca reveló que había habido una violación de la propiedad. Μετά από έλεγχο της περίφραξης, διαπιστώθηκε ότι είχε γίνει παραβίαση του χώρου. |
μεταβιβάζω(σε κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los hombres que cazaban en zona vedada ganaban suficiente dinero para pagarle al dueño de la propiedad. Οι άνδρες που κυνηγούσαν λαθραία είχαν αρκετά χρήματα να εξαγοράσουν τον ιδιοκτήτη της γης. |
τίτλος ιδιοκτησίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Este documento es un título de propiedad sobre el bien. |
απόλυτη ιδιοκτησία γης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατειλημμένο κτήριο
Beth estaba viviendo en una propiedad ocupada ilegalmente pues no se podía permitir pagar un alquiler. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του propiedad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του propiedad
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.