Τι σημαίνει το pork στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pork στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pork στο Αγγλικά.

Η λέξη pork στο Αγγλικά σημαίνει χοιρινό, χοιρινός, ψωμί, τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ, χοιρινός κιμάς, χοιρινή κοιλιά, κομμάτι από τον ώμο χοιρινού, χοιρινή μπριζόλα, χοιρινό μπούτι, χοιρινή νεφραμιά, πίτα με χοιρινό, χοιρινά παϊδάκια, τσιγαρίδες, σνακ χοιρινού σε μορφή τσιπς, χοιρινό λουκάνικο, χοιρινό ψαρονέφρι, ψηφοθηρικός, πουλντ, ψητό χοιρινό, παστό χοιρινό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pork

χοιρινό

noun (pig meat)

We're having pork for dinner tonight.
Απόψε θα φάμε χοιρινό για βραδυνό.

χοιρινός

noun as adjective (containing pig meat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert put some pork sausages on the barbecue.
Ο Ρόμπερτ έβαλε μερικά χοιρινά λουκάνικα στη σχάρα.

ψωμί

noun (US, uncountable (political funds or favors) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was so much pork in that budget for local construction that no legislator would dare oppose it.

τον μπήγω σε κπ, τον χώνω σε κπ

transitive verb (vulgar, slang (have sexual intercourse with) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rumour has it that Joe is porking Cathy.

χοιρινός κιμάς

noun (finely chopped pig meat)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χοιρινή κοιλιά

noun (cut of meat from pig's side)

κομμάτι από τον ώμο χοιρινού

noun (cut of meat from pig's shoulder)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χοιρινή μπριζόλα

noun (often pl (cutlet of pig meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My favourite meal is pork chops with mashed potato.

χοιρινό μπούτι

noun (meat: leg of a pig)

χοιρινή νεφραμιά

noun (cut of pig meat)

I don't usually like pork but, I must admit the pork loin you prepared the other day was delicious.

πίτα με χοιρινό

noun (food: pig meat in pastry)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χοιρινά παϊδάκια

plural noun (meat and bones of pig's ribs)

Pork ribs, also called spare ribs, are often barbecued or grilled.

τσιγαρίδες

noun (US (snack: pork scratching)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pork rinds are a crunchy treat made from pork fat and skin trimmings.

σνακ χοιρινού σε μορφή τσιπς

noun (US (crackling on roast pig)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χοιρινό λουκάνικο

noun (sausage of ground pig meat)

χοιρινό ψαρονέφρι

noun (lean cut of pig meat)

Pork tenderloin is a popular cut of meat because it cooks rapidly and goes on sale periodically.

ψηφοθηρικός

noun as adjective (US, figurative, informal (government spending: to gain votes) (δαπάνες, έξοδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πουλντ

noun (slow-cooked and shredded pig meat) (μαγειρική: χοιρινό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Max's BBQ makes the best pulled pork sandwich in the area.

ψητό χοιρινό

noun (pig meat oven-cooked in fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Roast pork with apple sauce is always a favourite dish for Sunday lunch.

παστό χοιρινό

(cuisine)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pork στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pork

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.