Τι σημαίνει το phase στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης phase στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του phase στο Αγγλικά.
Η λέξη phase στο Αγγλικά σημαίνει φάση, φάση, φάση, φάση, εισάγω σταδιακά, συντονίζω, συγχρονίζω, εισάγω κτ σταδιακά, εισάγω κπ/κτ σταδιακά σε κτ, καταργώ κτ σταδιακά, νέα φάση, αποσυντονισμένα, αποσυντονισμένος, καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία, σταδιακή κατάργηση, βαθμιαία κατάργηση, νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων, μονοφασικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης phase
φάσηnoun (stage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This phase of the project is crucial. Αυτή η φάση του πρότζεκτ είναι καθοριστικής σημασίας. |
φάσηnoun (difficult stage of life) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Don't pay any attention to Amber's temper tantrums; it's just a phase she's going through. Μη δίνεις σημασία στις εκρήξεις οργής της Άμπερ. Είναι απλά μια φάση που περνά. |
φάσηnoun (moon or planet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What phase is the moon in? Σε τι φάση είναι η σελήνη; |
φάσηnoun (electrical circuit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισάγω σταδιακάtransitive verb (arrange gradually) The company phased the changes so they weren't too disruptive. |
συντονίζω, συγχρονίζωtransitive verb (synchronize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil attempted to phase his speakers. |
εισάγω κτ σταδιακάphrasal verb, transitive, separable (involve gradually) |
εισάγω κπ/κτ σταδιακά σε κτphrasal verb, transitive, separable (introduce in stages) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταργώ κτ σταδιακάphrasal verb, transitive, separable (eliminate, withdraw) With the rise of internet banking, cheques are being phased out as a form of payment. Με την άνοδο των διαδικτυακών συναλλαγών, οι επιταγές καταργούνται σταδιακά ως μέσο πληρωμής. |
νέα φάσηnoun (fresh period of activity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Negotiations between the employers and the unions entered a new phase yesterday when they agreed to a series of meetings. |
αποσυντονισμέναadverb (in an unsynchronized way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) His manner of speech seemed completely out phase with his age. |
αποσυντονισμένοςadjective (not synchronized) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαίαverbal expression (eliminate, withdraw) (κάτι από κάτι) The airline is phasing this plane out of its fleet. |
σταδιακή κατάργηση, βαθμιαία κατάργησηnoun (gradual elimination) The 1980s saw the phase-out of asbestos in favour of safer materials. |
νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεωνnoun (law of physics) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μονοφασικόςadjective (involving single alternating voltage) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του phase στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του phase
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.