Τι σημαίνει το passé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης passé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passé στο Γαλλικά.

Η λέξη passé στο Γαλλικά σημαίνει παρελθόν, αόριστος, παρελθόν, παρελθόν, πέρασμα, άδεια εισόδου, πάσα, ξεθωριασμένος, προηγούμενος, παλιότερος, περασμένος, περασμένος, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, που έχει περάσει, περασμένα ξεχασμένα, παρελθοντικός χρόνος, πάσα, αρχαία εποχή, αρχαιότητα, παρελθοντικός, ξεθωριασμένος, παρελθόν, ιστορικό, αόριστος, -, που έχει περάσει, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, πάνω από, περνάω από κτ, περνώ από κτ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, γίνομαι δεκτός με κτ, πετάγομαι, κινούμαι πάνω σε ρόδες, περνάω, ξεπερνάω, περνώ, περνάω, επισκέπτομαι, δίνω, υπομένω, αντέχω, επιβιώνω, ζω όλο μου τον χρόνο, δίνω, πάσα στον αντίπαλο, φιλτράρω, έρχομαι, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, κάνω επίσκεψη, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, έρχομαι, περνάω, περνώ, περνώ, παίζω, βάζω, παραλείπω, πηδάω, περνάω, περνώ, πηδώ, πηδάω, τρίβω, έχει, δείχνει, παίζει, βγαίνω, περνάω, φεύγω, περνάω, περνώ, κάνω επίσκεψη, έχω απήχηση, τελειώνω, ολοκληρώνω, κυλάω, σχίζω, αλλάζω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι, κάνω, δίνω, κάνω, προσπερνάω, περνάω, δίνω, περνάω πάνω από κτ, χώνω, γράφω, δείχνω, παίζω, προβάλλω, πασπαρτού, κόλπο, παρελθοντικός, πάσο, τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικό, πασάρω, πασάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης passé

παρελθόν

nom masculin (temps passé)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dans le passé, nous lavions nos vêtements à la main.
Παλιά πλέναμε τα ρούχα στο χέρι.

αόριστος

nom masculin (Grammaire, temps)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En anglais, le mot "ate" est le passé de "eat".
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο αόριστος του «τρώω» είναι «έφαγα».

παρελθόν

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le passé permet d'expliquer le présent.

παρελθόν

(d'une personne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sous une apparence sympathique, il cachait son passé à tout le monde.

πέρασμα

nom féminin (voie navigable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Faites attention lorsque vous franchissez la passe en kayak.

άδεια εισόδου

(abonnement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il a présenté son passe et fut admis à la piscine.

πάσα

nom féminin (Sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La passe fut interceptée par l'adversaire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έπρεπε να δώσει πάσα στον συμπαίκτη του που ήταν ελεύθερος.

ξεθωριασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dan a trouvé une vieille photo ternie de sa grand-mère.
Ο Νταν βρήκε μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία της προγιαγιάς του.

προηγούμενος, παλιότερος

(σε χρονολογική σειρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gouvernements passés (or: antérieurs) n'étaient pas bien disposés envers la presse.
Προηγούμενες (or: παλιότερες) κυβερνήσεις δεν ήταν φιλικές προς τον τύπο.

περασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les événements passés (or: antérieurs) sont oubliés ; concentrons-nous sur le présent.

περασμένος

(époque)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει περάσει

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περασμένα ξεχασμένα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρελθοντικός χρόνος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce verbe devrait être au passé.

πάσα

nom féminin (Sport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχαία εποχή, αρχαιότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρελθοντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Matilda se sentit soudain nostalgique d'un moment passé.

ξεθωριασμένος

(couleur)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les couleurs de cette photo sont passées parce qu'elle est restée au soleil.
Τα χρώματα σε αυτή τη φωτογραφία είναι ξεθωριασμένα επειδή την άφησα στον ήλιο.

παρελθόν

nom masculin (de quelqu'un)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son passé fascinant était rempli de voyages dans d'autres pays.
Το συναρπαστικό παρελθόν του περιλαμβάνει ταξίδια σε άλλες χώρες.

ιστορικό

nom masculin (d'un criminel,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'accusé a un long passé criminel.
Ο κατηγορούμενος έχει μεγάλο εγκληματικό ιστορικό.

αόριστος

nom masculin (conjugaison)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

-

adjectif (du début à la fin) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quand la chanson sera passée, mets un autre CD.
Όταν τελειώσει το τραγούδι, βάλε ένα άλλο CD.

που έχει περάσει

adjectif (temps) (για χρόνο, ώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux me passer le sel ?
Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

περνάω, περνώ

verbe intransitif (circuler)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bus est passé sans s'arrêter pour nous prendre à l'arrêt.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

περνάω, περνώ

(temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il semble que le temps passe de plus en plus vite chaque année.

περνάω, περνώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'occasion est maintenant passée.

πασάρω

(Sports)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάνω από

verbe transitif (au-delà en nombre)

Il a passé (or: dépassé) l'âge de la retraite pour sa société.
Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του.

περνάω από κτ, περνώ από κτ

D'abord tu dois passer la douane, puis attendre tes bagages.
Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου.

περνάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule regardait le défilé passer.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω, περνώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand Emily était malade, elle s'est assise à la fenêtre et faisait coucou à tous ceux qui passaient.
Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.

περνάω, περνώ

verbe intransitif (μεταφορικά: για επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'étais dans le coin, alors j'ai décidé de passer vous faire un petit coucou.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο.

περνάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je passe juste pour te dire qu'il y aura une fête samedi.
Πέρασα να σου πω για το πάρτι του Σαββάτου.

περνάω, περνώ

verbe intransitif (temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'arrive pas à croire que les vacances sont déjà finies. Le temps est passé trop vite.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός!

γίνομαι δεκτός με κτ

(message,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'espère que mon discours va bien passer à la réunion ce soir.
Ελπίζω η ομιλία μου να πάει καλά στην αποψινή συνεδρίαση.

πετάγομαι

verbe intransitif (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis dit que j'allais passer te dire bonjour ! Si tu es dans le quartier et que tu veux passer chez nous, tu es le bienvenu.
Απλά σκέφτηκα να πεταχτώ και να σας χαιρετήσω! Όποτε βρεθείς στη γειτονιά, είσαι ευπρόσδεκτος να περάσεις.

κινούμαι πάνω σε ρόδες

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω, ξεπερνάω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Des rochers étaient tombés sur la route et nous n'avons pas pu passer.

περνώ

verbe intransitif (temps) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les minutes passaient et Peter ne savait toujours pas quoi faire.

περνάω

verbe intransitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je passerai cet après-midi.

επισκέπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω

verbe transitif (un examen, un concours)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je passe mon bac le mois prochain.

υπομένω, αντέχω, επιβιώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien est gravement malade et nous ne sommes pas certains qu'il passera la nuit.

ζω όλο μου τον χρόνο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a passé ses dernières années dans la même petite ville.
Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη.

δίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je passe toujours mes livres préférés à ma sœur.

πάσα στον αντίπαλο

verbe transitif (Football américain)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φιλτράρω

verbe intransitif (café)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι, περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu passes ce soir, on pourra regarder un film ensemble.
Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί.

περνάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il me semble que les années ont passé trop vite, et que je suis tout à coup devenu vieux.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pourrais-tu passer à la pharmacie pour moi en rentrant à la maison ?
Μπορείς να περάσεις από το φαρμακείο να μου πάρεις κάτι όπως θα έρχεσαι σπίτι;

κάνω επίσκεψη

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mes parents vont passer.
Οι γονείς μου θα έρθουν να μου κάνουν επίσκεψη.

πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carol ne travaille pas méthodiquement, elle passe d'une tâche à l'autre.

έρχομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Papi et Mamie sont passés aujourd'hui et nous avons pris le thé.
Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.

περνάω, περνώ

verbe transitif (du temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais passer la journée en famille.
Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου.

περνώ

(le temps)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont passé le temps en se racontant des histoires de jeunesse.
Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους.

παίζω, βάζω

verbe transitif (un disque, de la musique) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je passe le nouveau CD sur la chaîne.
Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό.

παραλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon conseil est de passer le deuxième plat et de garder de la place pour le poisson.
ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα.

πηδάω

verbe transitif (une question) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le candidat a passé deux questions.
Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις.

περνάω, περνώ

(du temps,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηδώ, πηδάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeanne est au téléphone, du coup, elle m'a dit qu'elle passait son tour.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου.

τρίβω

verbe transitif (sa main, son doigt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George a passé sa main le long du dos du chat.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

έχει, δείχνει, παίζει

(média : diffusion) (η τηλεόραση, το ράδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ton émission préférée passe.
Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή.

βγαίνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Theresa passe dans deux minutes ! Mais où est-elle partie ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το συγκρότημα βγαίνει σε 10 λεπτά.

περνάω

verbe intransitif (μεταφορικά: από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je passerai demain matin en allant travailler.
Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά.

φεύγω

verbe intransitif (temps) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les week-ends passent vraiment vite.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

περνάω, περνώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le canapé ne passe pas à travers cette porte.

κάνω επίσκεψη

verbe intransitif (courte visite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'espère que mon ami va passer pour le thé.

έχω απήχηση

verbe intransitif (message)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
J'espère que le message du ministre va enfin passer.

τελειώνω, ολοκληρώνω

verbe transitif (Scolaire : une classe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son fils passa la classe de CE2.

κυλάω

verbe intransitif (temps) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le temps passe.

σχίζω

verbe intransitif (μτφ: τον αέρα, το νερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul en lancé la balle et elle est passée en vitesse dans l'air.

αλλάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Au fil du temps, Jim regardait les années passer.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επισκέπτομαι

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter a dit qu'il passerait dans l'après-midi.
Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα.

κάνω

verbe transitif (un appel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Souhaitez-vous que je passe l'appel pour vous ?
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

δίνω, κάνω

verbe transitif (une commande)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais passer commande pour une douzaine d'articles supplémentaires.

προσπερνάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le bateau à homards a passé les bas-fonds sans danger.

περνάω

verbe transitif (la douane,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous vous retrouverons lorsque vous aurez passé la douane.

δίνω

verbe transitif (un examen, un concours) (μεταφορικά: εξετάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je passe mon bac la semaine prochaine.

περνάω πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le sauteur a facilement passé la barre.

χώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chien passa la tête par la fenêtre.

γράφω

verbe transitif (du temps, des heures) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'athlète a passé des heures à s'entraîner.
ΝΕW: Ο υπάλληλος χρειάστηκε να γράψει πολλές υπερωρίες για να ολοκληρώσει τη δουλειά στην ώρα της.

δείχνω, παίζω, προβάλλω

verbe transitif (un film, une émission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils passent une rediffusion de cette comédie que tu aimais.

πασπαρτού

nom masculin invariable (κλειδί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κόλπο

(magie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les enfants adoraient les tours de magie du magicien.

παρελθοντικός

nom masculin (Grammaire, temps) (γραμματική: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelquefois, il utilise mal le passé.

πάσο

interjection

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
- Jenna, quelle est la réponse au numéro 12 ? - Je passe.

τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικό

nom masculin (magie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le prestidigitateur nous a tous émerveillés avec ses tours de passe-passe.

πασάρω

locution verbale (Sports)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a fait une passe, puis a couru vers le but.

πασάρω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a passé le ballon de basket à son coéquipier et ce dernier a tiré.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του passé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.